Κατά κύριο λόγο τουριστικός ο Δήμος Ρεθύμνου, με τον πληθυσμό το καλοκαίρι να πολλαπλασιάζεται, ωστόσο διαθέτει βιολογικό καθαρισμό που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περιοχής. Το βασικότερο εργαλείο, η κυριότερη υποδομή για έναν τόπο, για το Ρέθυμνο αποτελεί ζητούμενο εδώ και χρόνια αν και πρόκειται για έργο πρώτης προτεραιότητας.
Ο υφιστάμενος βιολογικός, συμπλήρωσε 20 χρόνια λειτουργίας περίπου, κορεσμένος σήμερα, η λειτουργία του είναι οριακή ή διαφορετικά βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα.
Ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός πεπαλαιωμένος, με ανυπέρβλητες δυσκολίες στην συντήρησή του, η οποία μάλιστα είναι τόσο κοστοβόρα που δαπανάται το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων της ΔΕΥΑΡ για τον λόγο αυτό ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί και ει δυνατόν να γίνεται η επεξεργασία των λυμάτων, όπως προβλέπεται για να μην οδηγούνται στην θάλασσα ανεπεξέργαστα.
Στα μεγαλύτερα επίσης προβλήματα του υφιστάμενου βιολογικού είναι η απουσία εφεδρικού μηχανισμού, έτσι ώστε σε ένα απρόβλεπτο γεγονός, να υπάρξει εναλλακτική λύση. Και το απρόβλεπτο γεγονός, λόγω του τεράστιου όγκου λυμάτων που δέχεται και της παλαιότητας των μηχανημάτων που διαθέτει, δεν είναι ούτε κινδυνολογία ούτε απίθανο να συμβεί. Αντίθετα, οι πιθανότητες είναι πολύ μεγάλες και αρκεί να σκεφτεί κάποιος τις συνέπειες και τ’ αποτελέσματα που θα έχει για όλο το Ρέθυμνο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Και μάλλον δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ο βιολογικός λειτουργεί ακόμη χάρη της υπερπροσπάθειας των εργαζομένων σε αυτόν.
Ίσως δεν υπάρχει δεύτερη περίπτωση πανελλαδικά, Δήμου κατ’ εξοχήν τουριστικού, όπου οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες προκειμένου να ανταποκριθούν στις αποχετευτικές τους υποχρεώσεις, λόγω μη σύνδεσής τους στον βιολογικό, αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τριτοκοσμικές πρακτικές, ώστε να οδηγούν τα λύματά τους στην υφιστάμενη μονάδα.
Ιδιαίτερη περίπτωση επίσης, αποτελεί η παραγόμενη λυματολάσπη, χιλιάδες τόνοι ετησίως, που υποχρεωτικά μεταφέρεται ανεπεξέργαστη στον ΧΥΤΑ Αμαρίου, καθώς δεν υπάρχει μονάδα επεξεργασίας. Το ζήτημα δε αυτό, καθόλου δεν είναι άσχετο με τη διόγκωση του προβλήματος του ΧΥΤΑ Αμαρίου και τις παρατηρούμενες διαρροές και εκροές λυμάτων.
Το έργο της επέκτασης του βιολογικού του Ρεθύμνου και η αντικατάσταση των μηχανών του υφιστάμενου που δεν έχουν πια ζωή, «σκόνταψε» στην οικονομική κρίση και τα μνημόνια, καθώς είχε προβλεφθεί η χρηματοδότησή του από εθνικούς πόρους και εδώ και κάποια χρόνια «πάγωσε» εν αναμονή της ένταξής του σε χρηματοδοτικό Κοινοτικό πρόγραμμα. Από τα 11 εκατομμύρια ευρώ, που είναι το προυπολογίσιμο κόστος του έργου, μόλις 600.000 ευρώ έχουν με το σταγονόμετρο διατεθεί.
Η δημιουργία της μονάδας επεξεργασίας της λυματολάσπης, είναι το μοναδικό αντίστοιχο έργο στην Ελλάδα, ώριμο και συμβασιοποιημένο, με εγκατεστημένο εργολάβο αλλά η ένταξη σε κοινοτικό πρόγραμμα (ΕΠΠΕΡΑΑ) και χρηματοδότησή του καρκινοβατεί.
Και μέχρι να δρομολογηθεί η απρόσκοπτη συνέχιση των δυο παραπάνω υποδομών και η ολοκλήρωσή τους, ούτε η περιοχή του Αρκαδίου ούτε αυτή του Νικηφόρου Φωκά είναι δυνατόν να συνδεθούν με τον βιολογικό του Ρεθύμνου. Κι ως τότε, λύματα θα καταλήγουν σε ρέματα, σε πηγές, στον υδροφόρο ορίζοντα.