Ένα αναπαλαιωμένο Βενετσιάνικο αρχοντικό που στέκεται αγέρωχο στο τέλος της Εθνικής Αντιστάσεως, φιλοξενεί από το 2000 το Κέντρο Τεχνών Ρεθύμνου, έναν χώρο σημείο αναφοράς για την πολιτιστική ζωή της πόλης. Το αρχοντικό που πρωτοχτίστηκε το 1880 στα ερείπια ενός ενετικού μεγάρου και αρχικά αποτελούσε μέρος της Μονής των Φραγκισκιανών, ήταν ιδιοκτησία ενός πλούσιου Ρεθεμνιώτη εμπόρου, του τουρκοκρητικού Χασάν Μουλαχμετάκη, που με ιδιαίτερη φροντίδα και καλαισθησία αναπαλαίωσε το σχεδόν ερειπωμένο βενετσιάνικο κτίσμα. Έφερε από την Σουηδία ξύλο δρυός με την οποία κατασκευάστηκε από ντόπιους τεχνίτες το χαρακτηριστικό κιόσκι του κτίσματος, οι σκάλες, τα πατώματα και τα θολωτά δίφυλλα παράθυρα του αρχοντικού. Προσέλαβε τον περίφημο ζωγράφο Γαληνό που με περισσή τέχνη ζωγράφισε τον εσωτερικό διάκοσμό του κτηρίου με μοτίβα εμπνευσμένα από τη φύση. Ο Μουλαχμετάκης είχε στην κατοχή του το κτήριο μέχρι το 1908, οπότε και μετανάστευσε στην Τουρκία, ενώ από το 1926, με τον μεγάλο σεισμό άρχισε μια καταστροφική πορεία και το κτήριο δέχθηκε απανωτά πλήγματα. Ταλαιπωρήθηκε από την φθορά του χρόνου, τις φυσικές καταστροφές αλλά και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς του 1941. Η ολοκληρωτική καταστροφή, όμως επήλθε από μια πυρκαγιά το 1990, τότε ήταν που παρουσιάστηκαν και τα στατικά προβλήματα που έκαναν την κατεδάφισή του να φαίνεται μονόδρομος. Όμως, ο καταξιωμένος Ρεθεμνιώτης ζωγράφος, Μανόλης Κουνδουράκης, με τη ματιά του καλλιτέχνη μπόρεσε να δει πως πίσω από το ετοιμόρροπο αυτό κτίσμα, βρίσκεται ένας πραγματικός θησαυρός, ένα σημαντικό στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς, που αξίζει να διασωθεί και να αποτελέσει κομμάτι του συνδετικού κρίκου του παρόντος με το παρελθόν της πόλης.
Μετά από τις εργασίες αποκατάστασης, που ξεκίνησαν το 1997, ο κ. Κουνδουράκης με τις εικαστικές και αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις του κατάφερε να επιτύχει την καθολική ανάπλαση του κτηρίου, αλλά κυρίως να μείνει πιστός στην προσπάθειά του να διατηρηθεί η αρχική μορφή του αρχοντικού. Με ιδιαίτερη φροντίδα και σεβασμό διατηρήθηκαν και συντηρήθηκαν τα εναπομείναντα αυθεντικά στοιχεία του κτίσματος, που μαρτυρούν την πορεία του στον χρόνο, καθώς και τις ενετικές και οθωμανικές επιρροές που έχουν αφήσει πάνω του το αποτύπωμά τους. Το τοξωτό κάσσωμα των παραθύρων, το χαρακτηριστικό «κιόσκι» στο εξωτερικό του κτηρίου, το τζάκι, οι τοιχογραφίες του ονομαστού ζωγράφου Γαληνού που κοσμούν τους τοίχους και η σιδεριά της πόρτας με τις αυθεντικές επιγραφές στην Αραβική, είναι τα στοιχεία αυτά που αντικρίζοντάς τα σε κάνουν να ταξιδεύεις σε άλλες εποχές.
Μιλώντας στα «Ρ.Ν» ο κ. Κουνδουράκης αναφέρθηκε στις προσπάθειες του ίδιου και των συνεργατών του να κρατήσουν ζωντανό το ιστορικό αυτό ενετικό κτήριο και να το μετατρέψουν σε έναν χώρο πολιτισμού για τους κατοίκους της πόλης. «Προσπάθειά μας ήταν να αναγεννήσουμε το κτήριο μέσα από τις στάχτες του κυριολεκτικά, καθώς το 1990 κάηκε ολοσχερώς. Το κτήριο ήταν σε πραγματικά πολύ άσχημη κατάσταση και ακόμα και όσοι τοίχοι είχαν απομείνει από την πυρκαγιά είχαν ασβεστοποιηθεί. Για τον λόγο αυτό ήμασταν αναγκασμένοι να κάνουμε ειδικές ενέσεις για να κρατήσουμε σταθερό το στατικό μέρος του κτίσματος. Εφήρμοσα την αρχιτεκτονική που ήθελα, εφόσον είχα τη διαβεβαίωση των μηχανικών για την ορθή στατικότητα του κτηρίου. Μπήκαμε στη διαδικασία αναγέννησής του μαζί με τους αδερφούς Ζαφειράκη, σκοπεύοντας να αναπλάσουμε αυτό τον χώρο, να τον ξαναζωντανέψουμε, να σταθεί όρθιος και πάλι αναγνωρίζοντας την αξία και την ιστορία του. Σκεφτείτε ότι για πρώτη φορά αναφέρεται σαν κτίσμα το 1670 επί ενετοκρατίας και μάλιστα θεωρείται ότι είναι μέρος το κτηριακού συγκροτήματος του Αγίου Φραγκίσκου. Οι προσπάθειες ήταν πολλές και δαπανηρές, πιστεύαμε βέβαια ότι το έργο μας θα πρέπει να παραβλέπει όλα αυτά και ότι ολοκληρώνοντας τις εργασίες θα δημιουργηθεί ένας αξιόλογος χώρος πολιτισμού. Αυτό είναι το μεγάλο μας όφελος, καθώς ο κάθε Ρεθεμνιώτης έχει την ευκαιρία να δει και να επισκεφτεί ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου και να μπορέσει επίσης να δει τα δρώμενα και τις εκθέσεις που διοργανώνονται μέσα σε αυτόν. Μέχρι και σήμερα προσπαθούμε να τον διατηρήσουμε αυτόν τον ξεχωριστό χώρο, που έχει καταγράφει ως τις πιο σημαντικές πολιτιστικές κληρονομιές κτισμάτων. Έχω την ικανοποίηση ότι σαν αρχιτέκτονας δημιούργησα ένα υπέροχο κτήριο και το συμπλήρωσα με την εικαστική μου αναφορά, διότι είναι σημαντικό εικαστική και αρχιτεκτονική από το ίδιο άτομο να συμπράττουν. Στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας, οι συνεργάτες μου και εγώ κάνουμε κάτι καλό για την πόλη μας, που δίνει οξυγόνο πολιτισμού στους κατοίκους της», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Χώρος πολιτισμού στην καρδιά της παλιά πόλης
Ένα ζωντανό παλλόμενο κύτταρο πολιτισμού είναι το Κέντρο Τεχνών και Βυζαντινής Παράδοσης για την πόλη του Ρεθύμνου. Αποτελεί έναν χώρο τεχνών τόσο στον τομέα της Βυζαντινής παράδοσης όσο και στη σύγχρονη εικαστική δημιουργία.
Στα πλαίσια της λειτουργίας του πραγματοποιείται εργαστήριο φιλοτέχνησης φορητών Βυζαντινών Εικόνων κρητικής σχολής, τοιχογραφίων, νωπογραφιών, Αγιογραφιών και σχεδιασμός Βυζαντινού ξυλόγλυπτου. Επίσης στο εργαστήριο φιλοτεχνούνται από τον διεθνώς αναγνωρισμένο ζωγράφο, Μ. Κουνδουράκη, πιστά μουσειακά αντίγραφα προσωπογραφιών Φαγιούμ που αποτελούν τον προπομπό της Βυζαντινής τεχνοτροπίας των εικόνων. Μάλιστα, πολλά από αυτά είναι φιλοτεχνημένα σε ξύλα που βρέθηκαν μέσα στο κατεστραμμένο κτήριο, σηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό την αναγέννηση στην οποία καθοριστικά συμβάλλει η τέχνη. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει από κοντά τη διαδικασία της φιλοτέχνησης, να ενημερωθεί σχετικά και έτσι να μυηθεί σε μια ιδιαίτερη μορφή τέχνης, ανοίγοντας νέους πνευματικούς ορίζοντες.
Επιπλέον, στον αναγεννημένο αυτό εκθεσιακό χώρο που υπάρχουν ανάγλυφα τα στοιχεία βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής διατηρημένα σε κάθε γωνιά του, δίνεται στον καθένα η δυνατότητα να θαυμάσει τον εσωτερικό διάκοσμο από τις τοιχογραφίες των αρχών του 20ου αιώνα, δημιουργίες του τότε γνωστού ζωγράφου Νίκου Γαληνού, αλλά και τα έργα νεότερων εικαστικών, καθώς κατά καιρούς φιλοξενούνται σημαντικές εκθέσεις ζωγράφων, γλυπτών, χαρακτών και φωτογράφων.