Του ΜΕΛΕΤΗ ΔΡΕΤΟΥΛΑΚΗ*
Την περασμένη Κυριακή, 19 τρέχοντος μηνός, είχα την τύχη να παρευρεθώ στον Παγκρήτιο Διαγωνισμό Κρητικής Μαντινάδας, που είχε οργανώσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος των Κορφών Μαλεβιζίου. Τώρα πώς βρέθηκα εγώ από το Ρέθυμνο, και με 85 χρόνια φορτωμένος στην πλάτη μου, στις Κορφές Μαλεβιζίου, σ’ ένα κεφαλοχώρι κάπου εκεί μεταξύ Κρουσσώνα και Τυλίσσου, εκατό-τόσα χιλιόμετρα μακριά από τη βάση μου; Να πώς:
Πριν από κανένα μήνα, καθώς είχα τελειώσει και παραδώσει στον Εκδοτικό Οίκο «Ιανόs» το τελευταίο μου μυθιστόρημα «ο Παύλος και ο Παυλής» κι ήμουν σκουτουριασμένος από τ’ ανακάτωμα των χαρτιών μιας καινούργιας δουλειάς μου, δηλαδή της σύνταξης ενός Λεξικού του ρεθεμνιώτικου γλωσσικού ιδιώματος, μια και δεν υπάρχει τέτοιο Λεξικό, ένιωσα κάποια στιγμή την ανάγκη να ρουφήξω καμιά γουλιά από τον κρύο καφέ, που υπήρχε στο φλιτζανάκι πάνω στο Γραφείο μου, και να ρίξω και καμιά ματιά στις αδιάβαστες εφημερίδες, που με περίμεναν, ξαποσταίνοντας λίγο από τον κάματο και τη σκοτούρα μου…
Είδα τότε σε κάποια από αυτές ότι ο παραπάνω μνημονευόμενος Πολιτιστικός Σύλλογος οργάνωνε στο χωριό του, στις Κορφές Μαλεβιζίου, τη 19η Ιουνίου 2016, Παγκρήτιο Διαγωνισμό Μαντινάδας, υπό τον όρο να χρησιμοποιείται σ’ αυτήν το ρήμα αναστορούμαι και με δικαίωμα συμμετοχής κάθε διαγωνιζομένου με μια μαντινάδα…
Δεν ξέρω πώς μού ‘ρθε, αλλά, καθώς ήμουν και παραμένω πάντα παθιασμένος με την παράδοση, σφιχτά δεμένος με τη ζωή του χωριού παλιών εποχών, αληθινά αγιάτρευτος χωριάτης, μ’ αγκύλωσε γλυκά, όσο κι αν φαίνεται τούτο παράξενο, και τ’ όνομα του χωριού Κορφές, οπότε ένιωσα να με γαργαλά μέσα μου το «καραντουλάκι»! Και, χωρίς σκέψη, έπιασα μολύβι και χαρτί κι άρχισα να βγάζω από μέσα μου, τραγουδιστά, παρότι, σα γραφιάς, είμαι καθαρόαιμος πεζογράφος, τα δυο μεγάλα ντέρτια του Κρητικού: Τον έρωτα και την ξενιτιά, σκαρώνοντας την πιο κάτω μαντινάδα:
Αηδόνι γίνεται η καρδιά, οντέ σ’ αναστορούμαι, και τραγουδεί τον πόνο μου στα μαύρα ξένα, πού ‘μαι.
Την εταχυδρόμησα αμέσως με το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο (e-mail το λένε στα Εγγλέζικα) στο δικό τους κι ησύχασα…
Εθάρρεψα δηλαδή πως ησύχασα… Γιατί, μετά από κάμποσες μέρες, με πήρε στο τηλέφωνο ο Πρόεδρος του Συλλόγου, όχι μόνο για να με ευχαριστήσει για τη συμμετοχή μου στο διαγωνισμό τους, αλλά και για να μου ‘πεί πως η μαντινάδα μου συμπεριλήφθηκε στις 10 πρώτες, ανάμεσα σε πάνω από διακόσες που εστάλησαν από όλη την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Γερμανία τον Καναδά κι άλλες χώρες του εξωτερικού, κι ότι θα το θεωρούσαν τιμή τους να παρευρεθώ στην εκδήλωση και να παραλάβω ιδιοχείρως το σχετικό έπαινο…
Παρά την αρκετά προχωρημένη ηλικία μας, τόσο εγώ, όσο κι η γυναίκα μου, αποφασίσαμε και πήγαμε στις άγνωστές μας, ως τότε Κορφές… Πέρα από την προσωπική μας επιθυμία, το θεωρήσαμε και καθήκον μας να μη αδιαφορήσομε για την τιμή, που μας έκαναν.
Και ομολογούμε, ότι άξιζε τον κόπο η μακρινή μας διαδρομή… Γιατί βρεθήκαμε σ’ ένα λεβεντοχώρι, που βαστά γερά την κρητική παράδοση, και νιώθει με βαθύ λυρισμό όσα παλιά, σιγά-σιγά, ξεχνιούνται και χάνονται… Αυτός ο λυρισμός εκφράστηκε, όχι μόνο από τις λίγες μαντινάδες, που επαινέθη καν, αλλά και από εκτενέστερα στιχουργήματα και ρίμες, που εκφωνήθηκαν από διάφορους παρευρισκόμενους μαντιναδολόγους…
Γιατί πρέπει να τονισθεί ότι η μαντινάδα, σαν είδος ποίησης, έχει τη δύναμη Σιμωνίδειου επιγράμματος, με πλήρες, αύταρκες και συμπυκνωμένο νόημα απαράμιλλης εκφραστικής πληρότητας.. Αρκεί βέβαια, η γλωσσική του επένδυση, να εκφράζει τη γνήσια ντοπιολαλιά, αποφευγομένων λέξεων ή σχημάτων λόγου, ξένων προς το γλωσσικό ιδίωμα του Κρητικού.. Π.χ. δε μπορεί μια μαντινάδα να περιέχει λέξεις, όπως πύραυλος, τρένο, πολυβόλο, σκοποβολή κ.λπ. Ούτε να χρησιμοποιούνται λανθασμένα οι τύποι των λέξεων, π.χ. επιθυμία αντί πεθυμιά, μητέρα αντί μάνα, τα άρθρα της, τις, αντί της, τσί κ.λπ. Για το λόγο αυτό και δεν είναι «χάρτζι του κάθανούς» να ‘ναι γνήσιος μαντιναδολόγος, δηλαδή αληθινός στιχουργός της παραδοσιακής μαντινάδας.
Κι εγώ τουλάχιστον, πού ‘χω μεγάλη ευαισθησία, σ’ αυτό τον όρο, ομολογώ πως, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έμεινα αρκετά ικανοποιημένος από την ποιότητα και την πιστότητα στο γνήσιο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα των μαντινάδων που ακούστηκαν…
Η οργάνωση, εξάλλου, της όλης εκδήλωσης, από απόψεως δράσεων, όπως και η περιποίηση των συγκεντρωθέντων, από απόψεως σερβιρίσματος, υπήρξε απόλυτα ικανοποιητική, πράγμα, για το οποίο αξίζουν δικαίων συγχαρητηρίων, τόσο ο Πρόεδρος του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Κορφών κ. Κουτάντος Γιώργης, όσο και τα λοιπά μέλη του Δ.Σ. Στο μόνο, στο οποίο βάζω «κόκκινη μολυβιά», γιατί το θεώρησα σοβαρό λάθος, ήταν η περίπτωση, κατά την οποία παρουσιάστηκε κάποια στιγμή στην πίστα και χόρευε απίθανα λεβέντικα και σωστά ένα ζευγάρι, το οποίο το ανήγγειλε κάποιος από μικροφώνου, ως ζευγάρι Ολλανδών.. Εγώ έμεινα κατάπληκτος από την ποιότητα του χορού τους και περίμενα, ότι μετά από κάποιες στροφές, θα πήγαιναν και μερικοί άλλοι, από το Σύλλογο πρωτίστως, να πιάσουν «ουρά», και όχι να τους αφήνουν να χορεύουν μόνοι τους… Όταν είδα ότι δε γινόταν αυτό, σηκώθηκα και πήγα και τους συνόδεψα εγώ στο χορό τους.. Έτσι έκαμα κι εγώ τα τσαλίμια μου.. Κυρίως, όμως έδωσα το έναυσμα και σηκώθηκαν κι άλλοι και σιγόνταραν τον εξαίρετο χορό των Ολλανδών. Οπότε εγώ, λόγω τσαλιμιών καρδιάς, αναγκάστηκα να γυρίσω στη θέση μου…
Πάντως, επαναλαμβάνω και πάλι, αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στους διοργανωτές αυτής της πολύ όμορφης εκδήλωσης..Όπως, επίσης, δε θα παραλείψω να συγχαρώ και τον από πολλών 10ετιών συμπολίτη μας Ιατρό κ. Παπυράκη για τη γενέτειρά του, το παραδοσιακό λεβεντοχώρι Κορφές, όπου, ως ήταν φυσικό, έδωσε ηχηρό το «παρών» του, καθώς και για τη φιλοξενία των κατοίκων του…
Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού
1. Βραβείο
Αναστορούμαι τον καιρό, που ‘θελα ‘σοπατήσω,
να φέρω στην κορφή νερό, βιόλα, να σε ποτίσω.
Δημήτριος Κουρλετάκης -Γεράκι Πεδιάδος.
2. Βραβείο
Εχάθηκε η ευγένεια, δεν έχει ο κόσμος τρόπους,
κι αναστορούμαι του χωριού τσοι ταπεινούς ανθρώπους.
Καπνιστός Δημήτριος -Κορφές.
3. Βραβείο
Όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, εσένα αναστορούμαι,
Κρήτη, Πατρίδα, Μάνα μου στον ξένο τόπο, απού ‘μαι.
Νικόλαος Γραμματικάκης.
4. Έπαινος
Άνυδρο ‘φήσαν τση τιμής το δέντρο να ‘πομείνει,
κι αναστορούμαι τον καιρό, πού ‘χε νερό να πίνει.
Μάνος Λυρώνης -Ηράκλειο.
5. Έπαινος
Μικιό κοπέλι, απού πονεί και αναστουλουχάται,
‘ποδίδει η γ-έρμη μου καρδιά όντε σ’ αναστοράται.
Ελένη Αλατζά -Γάζι.
6. Έπαινος
Τσοι ορμηνείες σου, μάνα μου, θέτω κι αναστορούμαι,
στην αγκαλιά μου φυλαχτό βάνω τσοι και κοιμούμαι.
Κουτσάκη Χρυσούλα -Τσιγκουνάς Αντισκαρίου.
7. Έπαινος
Καιρούς, που ‘πέρνα ο κάθαείς, μ’ ότί ‘χε αναστορούμαι
κι εδά, με τα καλά τση γής, κακή ζωή περνούμε.
Ζαχάρης Μιχ. Ιατράκης -Σκαλάνι.
8. Έπαινος
Φράσσω τις εμπασές του νού, να μη σ’ αναστορούμαι,
μα γίνεσαι ονειρόφεξη κι ό,τι ξεχνώ θυμούμαι.
Μιχάλης Πιτυκάκης -Αθήνα.
9. Έπαινος
Αηδόνι γίνεται η καρδιά, όντε σ’ αναστορούμαι,
τραγουδεί τον πόνο μου στα μαύρα ξένα, πού ‘μαι.
Μελέτης Δρετουλάκης -Ρέθυμνο.
10. Έπαινος
Κάστρο ψηλό η αγάπη μας, έρμο, χορταριασμένο,
κι αναστορούμαι τ’ όνειρο, πού ‘χομε ‘κειά θαμμένο.
Ζαχαριουδάκη Άννα – Μ. Βρύση.