Του Κώστα Ε. Λαμπρινού, βενετολόγου, Διευθυντή Ερευνών (Ακαδημία Αθηνών / Κέντρο Έρευνας του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού)
«H γη άρχισε να τρέμει όλο και πιο δυνατά και ακουγόταν μια τόσο έντονη βοή, που έμοιαζε σαν να κάλπαζαν μαζί δεκαπέντε έως είκοσι άλογα, τραβώντας άμαξες σε πετρώδη δρόμο. Σπίτια, τοίχοι, δοκάρια, ασβέστες και χώματα κατέρρεαν, σχηματίζοντας πυκνά σύννεφα σκόνης. Η θάλασσα, ενώ πριν ήταν γαληνεμένη, έδειχνε να βράζει. Ανάστατοι οι κάτοικοι, κυριευμένοι από τη σύγχυση, τον φόβο και τον πανικό, ήταν σαν να ζούσαν μια πραγματική κόλαση». Με τα λόγια αυτά περιγράφει τον ισχυρότατο σεισμό που σημειώθηκε στη βενετική Κρήτη το μεσημέρι της 16ης Νοεμβρίου 1595 ο ιταλός Onorio Belli, ο οποίος τη στιγμή εκείνη βρισκόταν στα Χανιά. Σύμφωνα με τον γνωστό αυτό γιατρό και αρχαιοδίφη της εποχής, το ξέσπασμα της φύσης δεν άφησε πίσω του πολλούς νεκρούς, επειδή δεν συνέβη νύχτα. Οι υλικές καταστροφές στα Χανιά ήταν μεγάλες. Πολλές κατοικίες, ιδίως τα αρχοντόσπιτα, που ήταν υψηλότερα, δεν άντεξαν τη δόνηση με αποτέλεσμα να εμφανίσουν τεράστιες ρωγμές ή να μετατραπούν σε ερείπια, ενώ σημαντικές ζημιές προκλήθηκαν και σε κυβερνητικά κτήρια και ναούς.
Για το Ρέθυμνο, την τρίτη σε πληθυσμό πόλη του νησιού, που αριθμούσε τότε γύρω στους 5.500 με 6.000 κατοίκους, οι συνέπειες ήταν ανάλογες και μάλλον βαρύτερες. Σημαντικές μαρτυρίες από έγγραφα που έχουν εντοπισθεί στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας φωτίζουν ορισμένα από τα αποτυπώματα της σεισμικής δραστηριότητας στη συγκεκριμένη πόλη, όπως και κάποιες από τις διεργασίες αναγέννησης του αστικού ιστού μετά την καταστροφή. Οι συνέπειες της ισχυρότατης δόνησης επιτάθηκαν από ένα συνακόλουθο, υψηλό υδάτινο κύμα. Η δυνατή παλίρροια κατέκλυσε τον αστικό χώρο, ενώ τα νερά υποχώρησαν πλήρως έπειτα από επτά ημέρες, αποκαλύπτοντας μεταξύ άλλων σπίτια ερειπωμένα, καθώς και άλλα που έχρηζαν επισκευής, αλλά η αναστύλωσή τους δεν μπορούσε να ξεκινήσει αμέσως λόγω έλλειψης ξυλείας. Παρά την απουσία συγκεκριμένων στοιχείων για την ύπαρξη ανθρώπινων θυμάτων, είναι προφανές ότι η ένταση και των δύο φυσικών φαινομένων θα στοίχισε τη ζωή σε αρκετούς κατοίκους, ενώ πολλοί άλλοι θα έμειναν άστεγοι.
Η πρόκληση διαχείρισης της καταστροφής ήταν μεγάλη. Για να επουλωθούν οι πληγές της πόλης έπρεπε να καταβληθούν σημαντικές προσπάθειες, που κράτησαν περίπου τρία έως πέντε χρόνια. Από το αρχειακό υλικό για την περίοδο που ακολούθησε τον σεισμό, ο ιστορικός μπορεί να αντλήσει στοιχεία σχετικά με τις κατευθυντήριες πολιτικές γραμμές που ακολουθούσε η Βενετία σε περιπτώσεις που σημειώνονταν τέτοια ακραία φαινόμενα στην επικράτειά της, με σκοπό την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου των αστικών κέντρων, τα οποία επιτελούσαν ζωτικές λειτουργίες για την προώθηση του κυβερνητικού έργου και τη σταθερότητα των κοινωνικών δομών. Με άξονα αυτή την πολιτική φιλοσοφία, μία από τις βασικές προτεραιότητες των αρχών φαίνεται ότι ήταν η ανάπλαση της κεντρικής πλατείας του Ρεθύμνου. Όπως στη συντριπτική πλειονότητα των βενετικών πόλεων, η πλατεία, με την κυρίαρχη θέση της στο οικιστικό πλέγμα, διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο αφ’ ενός στην ανάδειξη του πολιτικού μεγαλείου της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας και αφ’ ετέρου στην επικοινωνία μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η οποία ήταν απαραίτητη για την εφαρμογή των πολιτικών σχεδιασμών στην περιοχή. Η πλατεία αποτελούσε επίσης την καρδιά της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής. Τα μαγαζιά που λειτουργούσαν σ’ αυτήν και τους γύρω δρόμους, η μικρή απόστασή της από το λιμάνι και η άμεση σύνδεσή της με την αμμώδη παραλία (Sabbionara) την καθιστούσαν μέρος της καθημερινότητας πολλών κατοίκων, χώρο συνάντησης, συναλλαγών και αναψυχής.
Ισχυρό πλήγμα από τον σεισμό δέχθηκε ο Πύργος του Ρολογιού στο βορειοδυτικό άκρο της πλατείας, ο οποίος σημείωσε μερική κατάρρευση, ενώ επίσης, όπως συνάγεται από τα αρχειακά δεδομένα, ανάλογη τύχη είχε και η λότζια (loggia, lozza), που υψωνόταν απέναντι, στη βορειοανατολική πλευρά. Κατά τα ισχύοντα στο βενετικό ιδεολογικό σύμπαν, το οικοδόμημα αυτό ήταν βαρύνουσας πολιτικής και κοινωνικής σημασίας και, ως εκ τούτου, τέθηκε στο επίκεντρο των έργων αποκατάστασης. Όπως και σε άλλα αστικά κέντρα, η λότζια λειτουργούσε κατά βάση ως εντευκτήριο, προορισμένο για τους ευγενείς, τα μέλη της ηγετικής τάξης. Συνεπώς, η λέσχη αυτή αποτελούσε δυνατή έκφραση των επίσημων, άκαμπτων ιεραρχήσεων και των κοινωνικών αποκλεισμών που ίσχυαν στην πόλη και γενικά στο νησί. Με την περίοπτη θέση της στον οικιστικό ιστό, η λότζια αντανακλούσε την υπεροχή της τοπικής κοινωνικής ελίτ, όπως ακριβώς υπαγόρευαν οι εδραίες αριστοκρατικές αξίες της Γαληνοτάτης. Χάρη στα επίζηλα προνόμιά τους, όσοι ανήκαν στην ανώτερη τάξη του νησιού είχαν την ευκαιρία να συναθροίζονται στις κατά τόπους λέσχες για να συζητήσουν ζητήματα της τάξης τους, να μοιραστούν κοινούς στόχους, να επικοινωνήσουν με τους φορείς των πολιτικών εξουσιών και να διασκεδάσουν.
Η ισχυρή δόνηση, όπως και το σεισμικό θαλάσσιο κύμα, άφησαν τη λέσχη του Ρεθύμνου ερειπωμένη (ruinatα), σε τέτοιο βαθμό που κρίθηκε αναγκαία η κατεδάφισή της ώστε να κατασκευασθεί νέα λότζια στο ίδιο σημείο. Οι εργασίες προχώρησαν με ταχείς ρυθμούς λόγω των πολλαπλών συμβολισμών του οικοδομήματος, αλλά και της χρησιμότητάς του στην ευόδωση των στόχων του βενετού κυριάρχου. Πέρα από την έντονη σημασία της στο κοινωνικό πεδίο, η λότζια χρησίμευε για την κάλυψη δημόσιων αναγκών, αφού, κατά την εμπεδωμένη διοικητική πρακτική, στο οικοδόμημα ανακοινώνονταν τα διατάγματα των βενετικών αρχών από αρμόδιο υπάλληλο, ενώ εκεί υπήρχε και ειδικός πίνακας (tabula pendente) για την ανάρτηση των αποφάσεων της κεντρικής και της τοπικής εξουσίας. Με δεδομένο επίσης ότι απείχε ελάχιστα από το λιμάνι, το εντευκτήριο των ευγενών ήταν κατάλληλο και για τις επίσημες τελετές υποδοχής των αξιωματούχων της διοίκησης και του στρατού, οι οποίοι στέλνονταν από τη Βενετία για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους στην περιοχή. Τη σπουδαιότητα της λέσχης στη δημόσια σφαίρα ενίσχυε ένας ακόμη βασικός παράγοντας, ο οποίος σχετιζόταν με τις ιδιαιτερότητες του αστικού τοπίου στο Ρέθυμνο. Τα περισσότερα διοικητικά κτήρια και οι κατοικίες των κυβερνητικών αξιωματούχων βρίσκονταν ψηλά, στον οχυρωμένο λόφο, μέσα στον περίβολο του φρουρίου (fortezza), και μακριά από το κύριο οικιστικό σύμπλεγμα της πόλης. Για τον λόγο αυτό, ο βενετός ρέκτορας (διοικητής) και οι δύο σύμβουλοί του, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, κατέβαιναν από το φρούριο στην πόλη και αξιοποιούσαν τη λότζια, προκειμένου να απευθυνθούν στον διοικούμενο πληθυσμό ή να υποδεχθούν εκεί ανώτερους εκπροσώπους της Γαληνοτάτης, όπως τον γενικό προνοητή Κρήτης. Επομένως, συγκυριακά η έδρα των πολιτικών εξουσιών μετατοπιζόταν από τη Φορτέτζα στη λότζια. Επιπλέον, ελλείψει άλλου καταλληλότερου χώρου, στο κτίσμα πραγματοποιούνταν περιστασιακά, με την επιστασία της ιθύνουσας τοπικής αρχής, οι γνωστές διαδικασίες πλειστηριασμού των φόρων, που αναλάμβαναν να τους εισπράξουν ιδιώτες και κατόπιν να τους αποδώσουν στο δημόσιο ταμείο. Ακόμη, κατά τη χειμερινή περίοδο, στον χώρο της λότζιας μπορούσαν, σε περίπτωση βροχόπτωσης, να τοποθετηθούν προσωρινά ποσότητες σιτηρών που έφθαναν στο λιμάνι και προορίζονταν για την τροφοδοσία της πόλης, με σκοπό να προστατευθούν μέχρι την οριστική αποθήκευσή τους.
Με τα δεδομένα αυτά, η κατάρρευση της λέσχης είχε προκαλέσει σοβαρά κενά στην εύρυθμη λειτουργία του κυβερνητικού μηχανισμού της περιοχής, αλλά και στην προβολή του κοινωνικού γοήτρου της αριστοκρατίας. Η ανέγερση νέας λότζιας ήταν επιτακτική για την επανένταξη της πόλης σε τροχιά κανονικότητας και κυρίως για την εξυπηρέτηση κομβικών αναγκών του πολιτικο-κοινωνικού βενετικού συστήματος. Άρα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η άμεση ανοικοδόμηση του κτίσματος αποτελούσε κοινή επιδίωξη αυτών που κατείχαν τα σκήπτρα της πολιτικής εξουσίας και εκείνων που διέθεταν κοινωνική υπεροχή και ισχύ. Η σύμπραξη μεταξύ του τότε βενετού διοικητή της πόλης Giacomo Pesaro (1595-1597) και των ευγενών απέδωσε σύντομα καρπούς, με αποτέλεσμα το οικοδόμημα, όπως αντανακλούν οι σχετικές μαρτυρίες, να έχει ολοκληρωθεί πριν από τον Αύγουστο του 1597.
Μετά την εμπειρία της καταστροφής έπρεπε να ληφθεί μέριμνα, ώστε η υπό ανέγερση λέσχη να καταστεί όσο το δυνατόν αλώβητη από μελλοντικά βίαια πλήγματα της φύσης. Σε σχέση με την προγενέστερη, η νέα λότζια, που σώζεται μέχρι σήμερα, ήταν πιο καλαίσθητη και δραστικά αναβαθμισμένη, αντάξια της δύναμης των ευγενών και της αίγλης της Γαληνοτάτης. Αποτελώντας πλέον το «κόσμημα της πόλης» (decoro della città), ήταν κατά πολύ υψηλότερη και ευρύτερη (inalzata et ampliata molto), αφού είχε ενσωματωθεί σε αυτή ο χώρος, αλλά και ο «αέρας» της προηγούμενης λέσχης, καθώς και ένα οικοδόμημα στη νότια πλευρά, όπου παλαιότερα στεγάζονταν δύο μαγαζιά, το ένα στο ισόγειο και το άλλο στον όροφο. Στο παρελθόν η ενοικίαση των καταστημάτων αυτών απέφερε κέρδη στον ιδιοκτήτη τους, τον Giacomo (Ιάκωβο), ο οποίος καταγόταν από την κραταιά οικογένεια των κρητικών ευγενών Sanguinazzo. Με δύο αιτήσεις του προς την τοπική και την κεντρική διοίκηση (η πρώτη τον Αύγουστο του 1597 και η δεύτερη τον Ιούνιο του 1611), ο εύπορος αυτός ευγενής, που κατείχε και εκμεταλλευόταν πολλά ακίνητα στην πόλη (σπίτια, καταστήματα, αποθήκες), προσπάθησε να εξασφαλίσει αποζημίωση για την περιουσία που διέθετε στην πλατεία και είχε χαθεί υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Για να εκπληρωθούν οι προσδοκίες του, παρουσίασε πολλαπλά επιχειρήματα σχετικά με τη χρησιμότητα της λέσχης. Ως εκ τούτου, τα δύο αυτά έγγραφα του Giacomo Sanguinazzo μάς προσφέρουν αρκετές από τις παραπάνω πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση της προηγούμενης λότζιας και κυρίως τις διεργασίες ανέγερσης της νέας λέσχης και τον ρόλο της στη ζωή της πόλης.
Τον Αύγουστο του 1597 οι τοπικές αρχές, ανταποκρινόμενες στο αίτημα του ενδιαφερομένου, όρισαν δύο ειδικούς εμπειρογνώμονες, τον Νικολό Τσικνογιάννη, «πρώτο των χτιστών», και τον Ματθαίo Λογαρά, «πρώτο των μαραγκών», με σκοπό να εκτιμήσουν την αξία των ακινήτων του Sanguinazzo, που απαλλοτριώθηκαν για την ανέγερση της λότζιας. Βάσει του σχετικού πορίσματος των εκτιμητών, η βενετική ηγεσία του νησιού αποφάσισε έπειτα από λίγες ημέρες ότι η δημόσια οικονομική υπηρεσία του Ρεθύμνου θα κατέβαλλε κάθε χρόνο στον εν λόγω ευγενή ως αποζημίωση ένα χρηματικό ποσό, ίσο προς το ενοίκιο που εισέπραττε στο παρελθόν από την εκμίσθωση της περιουσίας του. Αργότερα, το 1612, η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από κεντρικό κυβερνητικό όργανο, τη σύγκλητο της Βενετίας.
Οι παραπάνω αρχειακές μαρτυρίες παρουσιάζουν, εκτός των άλλων, ιδιαίτερη σημασία και για τη χρονολόγηση του οικοδομήματος. Παλαιότερες προσεγγίσεις τοποθετούσαν την ανέγερση της λότζιας στην περίοδο 1538 – 1541, θεωρώντας ότι το μνημείο ενδεχομένως να αποτελούσε έργο του βερονέζου αρχιτέκτονα Michele Sanmicheli, ο οποίος έδρασε στην Κρήτη γύρω στο 1540, ασχολούμενος με τα οχυρωματικά προγράμματα της Βενετίας στο νησί, ενώ πέθανε αργότερα στη γενέτειρά του το 1559. Σύμφωνα πια με τα προαναφερθέντα αξιόλογα στοιχεία που έφεραν στο φως οι έρευνες στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας, η κατασκευή της λέσχης του Ρεθύμνου μετατίθεται χρονικά κατά μισό και πλέον αιώνα αργότερα, δηλαδή από το 1540 στο 1597 (πιο αναλυτικά για όλα τα αρχειακά δεδομένα βλ. Κώστας Ε. Λαμπρινός, «Λειτουργίες της Loggia στη βενετοκρατούμενη Κρήτη», στον συλλογικό τόμο Άνθη Χαρίτων, επιμ. Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Βενετία 1998, σσ. 227 – 243).
Κτίσμα μεγαλόπρεπο, ένα από τα πιο εμβληματικά σύμβολα του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στο Ρέθυμνο κυρίως κατά την ύστερη περίοδο των τεσσερισήμισι αιώνων της βενετικής κυριαρχίας, η λότζια έχει εύλογα προσελκύσει κατά καιρούς το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα αποσπά τον θαυμασμό χιλιάδων επισκεπτών κάθε χρόνο. Πολύτιμο στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου, το ήδη προβεβλημένο μνημείο αξίζει να αναδειχθεί ακόμη περισσότερο και να γίνει ευρύτερα γνωστή η ιστορία του, αφού, αναμφίβολα, όπως στη βενετική εποχή, η λότζια αποτελεί «κόσμημα» και για το Ρέθυμνο του 21ου αιώνα.