Μετά τον Μικρασιατικό Πόλεμο, πολλές οικογένειες προσφύγων κατοικούσαν στο χωριό Καπεδιανά. Για να κρατηθούν στη ζωή μόνο η γεωργία και η κτηνοτροφία τους δώσανε τροφές να πάρουν ανάσα και να ελπίζουν για καλύτερη ζωή. Τα καταφέρανε σιγά – σιγά και ξεπεράσανε όλες τις δυσκολίες που είχανε συναντήσει.
Με την πάροδο του χρόνου η ζωή τους γινότανε όλο και καλύτερη, αποκτώντας συγχρόνως και παιδιά. Με δυσκολίες τα μεγαλώνανε και με δυσκολίες τα μαθαίνανε γράμματα στο Δημοτικό Σχολείο Ρουσσοσπιτίου.
Όταν τελειώνανε το Δημοτικό Σχολείο τα περισσότερα παίρνανε το επάγγελμα του αγρότη ή του κτηνοτρόφου και τα λιγότερα. Στο γυμνάσιο και τις τέχνες γιατί δεν είχανε οι γονείς τους τη δυνατότητα να πληρώνουν τα έξοδα που είχε η πόλη για τη διαμονή και διατροφή τους. Με τα πόδια τους πηγαίνανε τη Δευτέρα και το Σάββατο να γυρίσουν στο χωριό. Στο δωμάτιο που μένανε είχε μόνο ένα παλιό κρεβάτι ή αν δεν είχε κοιμότανε κάτω στα σανίδια, μια καρέκλα και ένα μικρό ξύλινο παλιό τραπέζι. Ο φωτισμός ήτανε συνήθως με λάμπα πετρελαίου και τα καλύτερα δωμάτια από φωτισμό. Φαγητό ότι είχανε πάρει από το σπίτι τη Δευτέρα ή τους στέλνανε οι γονείς τους με κάποιο χωριανό που θα πήγαινε στο Ρέθυμνο για εργασία.
Ο κύριος Παναγιώτης το 1949 είχε στο γυμνάσιο το τρίτο του παιδί τον Γιάννη. Ο θείος του ο Νικολάκης είχε σειρά να μεταφέρει τα γάλατα των προβάτων των χωριανών με τον γάιδαρό του στο γαλατά στο Ρέθυμνο.
Η αδελφή του η Γεωργία ετοίμασε φαγητό με ψωμί από το βράδυ να το στείλει στο γιο της που πήγαινε στο γυμνάσιο. Είχε μαγειρέψει χοχλιούς με πατάτες. Το έβαλε μέσα σε ένα μπουρνίδι (πήλινο μικρό δοχείο) και από πάνω το έδεσε με ένα πανί σκούρο. Φαγητό, ψωμί και λίγες ελιές μέσα στο βουργιάλι. Το πρωί που έφευγε το κρέμασε στο πίσω σκαρβέλι του σαμαριού και ο Νικολάκης έφυγε για την πόλη. Το άφησε στον γαλατά στο Κολωνάκι στον Γιώργο Κοστώφ που η καταγωγή του ήτανε από τη Βουλγαρία. Μόλις σχόλασε ο Γιάννης πήγε πήρε το βουργιάλι και γρήγορα πήγαινε στη κάμαρά του (δωμάτιο) να φάει το φαγητό γιατί πεινούσε. Άνοιξε το βουργιάλι και βλέπει το μπουρνίδι σπασμένο και λίγο φαγητό έξω στο βουργιάλι. Έφαγε όσο ήτανε μέσα και το άλλο το πέταξε. Σε σκέψη ο Γιάννης γιατί δεν χόρτασε.
Και τα παιδιά που μένανε στο χωριό για κτηνοτρόφοι και γεωργοί είχανε και αυτά πολλές δυσκολίες να βόσκουν τα πρόβατα χωρίς καλή ενδυμασία κυρίως το χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια στα βουνά του Βρύσινα. Μαζί τους το πρωί παίρνανε μέσα στο βουργιάλι λίγο ψωμί με τυρί ή ελιές για όλη την ημέρα.
Αν ο καιρός ήτανε βροχερός μπαίνανε σε μικρές σπηλιές να προστατευθούν λίγο. Πολλοί βοσκοί δεν είχανε ράσο (κάπα από μαλλιά) να προστατευθούν από τη βροχή και το κρύο. Ορισμένοι είχανε χλαίνες από το στρατό που τις παίρνανε όταν φεύγανε. Για να ζεσταθούν ανάβανε φωτιά με ξύλα που είχε το βουνό. Σχεδόν την ίδια τύχη είχε και ο γεωργός που πήγαινε με το ζευγάρι του για καλλιέργεια και σπορά.
Τελειώνοντας σήμερα τα παιδιά προτιμούν περισσότερο τα γράμματα ή τις τέχνες και λιγότερο τη γεωργία ή την κτηνοτροφία, αλλά οι συνθήκες ζωής σε όλα είναι πολύ καλύτερες από την παλιά εποχή. Με την εμφάνιση των μέσων της νέας τεχνολογίας δεν συναντούν σε όλα τα επαγγέλματα δυσκολίες και η ζωή τους παντού είναι καλύτερη.
Χρειάζεται μόνο να γνωρίζουν πως ήτανε η ζωή στον άνθρωπο τα περασμένα χρόνια, στη διαβίωση και στη διατροφή τους και να σεβαστούν τις θυσίες που κάνανε οι πρόγονοί τους να κρατηθούν στη ζωή και να την προσφέρουν δώρο εις τους νέους να ζουν καλύτερα. Οι ηλικιωμένοι τους εύχονται ποτέ να μην γνωρίσουν τις περασμένες εποχές.
*Γράφει όπως τα θυμάται ο Απόστρατος Αξιωματικός Γιάννης Τσακπίνης