Η αρχαία Αθήνα και κάθε κατοπινό δημοκρατικό πολίτευμα οφείλουν, αναμφίβολα, πολλά σε μια σημαντική φυσιογνωμία, που έζησε στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. και η οποία άφησε ανεξίτηλο το πέρασμά της από την πολιτική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Θεωρήθηκε από τους ιστορικούς και όσους μελετούν την πολιτική εξέλιξη των αρχαιοελληνικών κοινωνιών ως «πατέρας της Δημοκρατίας».
Ο λόγος για τον Κλεισθένη τον Αθηναίο, που οι πολιτικές του μεταρρυθμίσεις, περί το 508/7 π.Χ., άνοιξαν το δρόμο για τη Δημοκρατία της κλασικής εποχής και την Αθηναϊκή ηγεμονία στο πανελλήνιο, με το πέρας των περσικών πολέμων.
Αλκμεωνίδες και Πεισιστρατίδες
Ας ιδούμε, λοιπόν, ποιος ήταν ο Κλεισθένης και πόσο σημαντικές ήσαν οι προσπάθειές του, που έπονται χρονικά της κατάλυσης της τυραννίας των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα του 6ου αιώνα π.Χ.. Χρήσιμες μαρτυρίες για τη ζωή και τη δράση του, μας παρείχαν από τους αρχαίους ο ιστορικός Ηρόδοτος και ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, αλλά από πουθενά δεν μαθαίνουμε τι απόγινε μετά τις μεταρρυθμίσεις του. Το πιο πιθανό, πάντως, είναι να πέθανε πριν από τους περσικούς πολέμους, γύρω στο 500 π.Χ. Μαζί του, άγνωστο γιατί, χάνονται και τα ίχνη του πολιτικού του, όπως θα ιδούμε, αντιπάλου, του Ισαγόρα.
Ο Κλεισθένης βαστούσε από το γένος των Αλκμεωνιδών, που έχει σχετιστεί με το «Κυλώνειο Άγος», που αιματοκύλισε τον επίδοξο τύραννο Κύλωνα στην Αθήνα τα μέσα του 7ου αιώνα (632 π.Χ.). Γεννιέται γύρω στο 570 π.Χ., ίσως και να ήταν γιος του Μεγακλέους και της Αγαρίστης, θυγατέρας του επίσης Κλεισθένους, τυράννου της Σικυώνος. Με νωπές τις μνήμες από τον 7ο αιώνα, ο Μεγακλής, έντονα πολιτικοποιημένο άτομο και επικεφαλής των Παραλίων, δηλαδή της μεσαίας τάξης, εξορίστηκε μαζί με την οικογένειά του από την Αθήνα, όταν ο Πεισίστρατος επέβαλε την τυραννίδα του (μεταξύ των ετών 550 – 546 π.Χ.). Το δρόμο της εξορίας πήρε τότε και ο Λυκούργος, αρχηγός της αριστοκρατικής παράταξης των Πεδινών, αν και είχε βοηθήσει, μια δεκαετία νωρίτερα (561 π.Χ.), μαζί με το Μεγακλή, τον Πεισίστρατο στην πρώτη περίοδο της εξουσίας του!
Από την εξορία ο Κλεισθένης επέστρεψε στην Αθήνα και εξελέγη επώνυμος άρχων, όταν πέθανε το 527 π.Χ. ο τύραννος της πόλης, Πεισίστρατος, που σημειωτέον είχε αρχικά παντρευτεί μιαν αδελφή του Κλεισθένη απ’ την οποία, όμως, ποτέ δεν απόχτησε παιδιά, και οι γιοι του, Ιππίας και Ίππαρχος, θέλησαν να «πλευρίσουν» τα λαϊκά στρώματα. Ο «λαϊκισμός» των τυράννων δεν κράτησε για πολύ και σύντομα, ο Κλεισθένης ξαναπαίρνει το δρόμο της εξορίας. Έτσι, ξεκινά τον αντιδυναστικό του αγώνα, που κορυφώθηκε μετά τη δολοφονία του Ιππάρχου το 514 π.X. από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, ο Ιππίας έγινε πιο αυταρχικός, λαβαίνοντας σειρά αντιλαϊκά μέτρα. Τότε, ο Κλεισθένης ζήτησε από το Μαντείο των Δελφών να πείσει τους Σπαρτιάτες να «επέμβουν» στα πολιτικά της Αθήνας και να τον βοηθήσουν να διώξει την τυραννίδα.
Ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Κλεομένης ο 1ος έφερε στρατό στην Αττική και με τις δυνάμεις των αντιπάλων του Ιππία, με επικεφαλής τον Κλεισθένη, πολιόρκησαν την Ακρόπολη, όπου είχε ταμπουρωθεί ο τύραννος. Ο Ιππίας, ενώ αρκετοί οπαδοί της τυραννίας βρήκαν το θάνατο, αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία (510 π.Χ.) και έφυγε για την αυλή των Περσών βασιλέων, αργότερα δε (490 π.Χ.), θα συνεκστρατεύσει με περσικές δυνάμεις στην Ελλάδα και θα έρθει μαζί με τους Δάτη και Αρταφέρνη στη μάχη του Μαραθώνα, για να διεκδικήσει, αποτυχημένα για τον ίδιο, την εξουσία του.
Κόντρα σε Ισαγόρα και Σπαρτιάτες
Μόλις ανετράπη ο γιος του Πεισίστρατου, Ιππίας, και έπεσε, λοιπόν, η τυραννίδα των Πεισιστρατιδών (510 π.X.), δραστηριοποιούνται πάλι στην Αθήνα τα δύο πριν από τον Πεισίστρατο πολιτικά «κόμματα»: η παράταξη των Παραλίων, με αρχηγό πια τον Κλεισθένη, και το «κόμμα» των Πεδινών, δηλαδή της αριστοκρατικής τάξης, με επικεφαλής τον Ισαγόρα, ο οποίος είχε την υποστήριξη των αριστοκρατών, που δεν είχαν θιγεί από τους τυράννους, καθώς και μεγάλης μερίδας των αγροτών και εξελέγη επώνυμος άρχων.
Ο Κλεισθένης, ως αντίπαλος του Ισαγόρα, πρότεινε σειρά πολιτειακών μεταρρυθμίσεων που βρήκαν μεγάλη απήχηση στους πολίτες. Ο Ισαγόρας τότε, μη έχοντας νόμιμα μέσα για να εμποδίσει την υπερψήφιση των μέτρων του Κλεισθένους, ζήτησε και αυτός τη «μεσολάβηση» των Σπαρτιατών.
Οι Σπαρτιάτες, με την απειλή των όπλων, ώθησαν τους Αθηναίους να εξορίσουν τον Κλεισθένη, υπενθυμίζοντάς τους το εις βάρος της οικογένειάς του «Κυλώνειο Άγος». Έτσι, το 508 π.X, ο Κλεισθένης εκ νέου και μαζί του και 700 αθηναϊκές οικογένειες πήραν το δρόμο της εξορίας. Ο Ισαγόρας, ως άρχοντας, θέλησε, όμως, να επιβάλει ολιγαρχικό καθεστώς καταργώντας τη Βουλή και χρησιμοποιώντας 300 πολιτικούς του φίλους, αλλά οι Αθηναίοι επαναστάτησαν, έδιωξαν τους Σπαρτιάτες και τους οπαδούς τού Ισαγόρα και κάλεσαν τον Κλεισθένη.
Ο λαός στην εξουσία
Ο Κλεισθένης, ως «προστάτης του Δήμου», εισέρχεται το 508/7 π.X. στην Αθήνα θριαμβευτής μαζί με τους υπόλοιπους εξόριστους. Αφού «ξεφορτώθηκε» τους Σπαρτιάτες του Κλεομένη και την αντιαθηναϊκή συμμαχία (Βοιωτούς και Χαλκιδείς, που είχαν βρει ευκαιρία να πλήξουν την Αθήνα), ασχολήθηκε με την εγκαθίδρυση των δημοκρατικών θεσμών στην πόλη και τη νομική στερέωσή τους.
Ο Κλεισθένης θέσπισε ένα νέο πολιτειακό σύστημα, το οποίο έδινε την εξουσία στο λαό και στο οποίο πρυτάνευαν οι αρχές του σεβασμού των προσωπικών ελευθεριών και της «ισηγορίας» και της «ισονομίας» μεταξύ των Αθηναίων πολιτών. Μια λαϊκή, συμμετοχική Δημοκρατία της Αθήνας μόλις γεννιόταν. Με το προτεινόμενο σύστημα καταργήθηκαν οι θεσμοί των γενών και των φυλών που αποτελούσαν τη βάση της κοινωνικής διαίρεσης. Οι τέσσερις παλαιές ιωνικές φυλές έδωσαν τη θέση τους σε δέκα τεχνητές φυλές για τις οποίες δόθηκαν ονόματα από «επωνύμους», δηλαδή συγκεκριμένους, ήρωες της Αττικής, όπως ο Ερεχθεύς, ο Αιγεύς, ο Αίας κτλ. Ο βωμός με τους ανδριάντες των Επωνύμων Ηρώων βρισκόταν στην Αγορά.
H κάθε φυλή χωρίστηκε σε τρία μέρη, τις «τριττύες». Το σχέδιο απέβλεπε στη διάσπαση της τοπικής δύναμης των φυλών, στη μείωση της πολιτικής επιρροής τους και στην αποκέντρωση της εξουσίας τους, γι’ αυτό ο Κλεισθένης χώρισε τις τριττύες ανά δέκα: δέκα «περί το άστυ», δέκα «παράλιες» και δέκα «μεσόγειες», και ύστερα, με κλήρο, δόθηκαν σε κάθε φυλή πάλι τρεις τριττύες, αλλά μία από κάθε τομέα (άστυ, παραλία, μεσογαία). Παράλληλα κατανεμήθηκαν και οι δήμοι. Κάθε χρόνο από κάθε φυλή εκλέγονταν 50 βουλευτές και έτσι τα μέλη της Βουλής από 400 αυξήθηκαν σε 500. Οι 50 βουλευτές της κάθε φυλής «πρυτάνευαν» (κυβερνούσαν!) για το ένα δέκατο του έτους (το αττικό έτος το αποτελούσαν 12 σεληνιακοί μήνες και 354 ημέρες), δηλαδή για 35 ή 36 ημέρες.
Από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες της Βουλής ήταν η κατάρτιση των προβουλευμάτων – των νομοσχεδίων – που επρόκειτο να συζητηθούν και να ψηφισθούν από την Εκκλησία του Δήμου. Επιπλέον ο Κλεισθένης αύξησε τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας του Δήμου, η οποία μπορούσε πλέον να επικυρώνει ή να ακυρώνει αποφάσεις καταδίκης σε θανατική ποινή τις οποίες είχε λάβει ο Άρειος Πάγος.
Οι ιστορικοί έχουν αποδώσει ξεχωριστή σημασία και στην επί Κλεισθένους πολιτογράφηση στα μητρώα των Αθηναίων πολιτών όλων των μετοίκων και των απελεύθερων. Να σημειωθεί και ότι έκτοτε τα μέλη της βουλής δεν θα εκλέγονται μόνο από την τάξη των 500 μεδίμνων, αλλά και από τους 300 μέδιμνους και τους ζευγίτες. Μόνο η χαμηλότερη κοινωνική τάξη των πάμφτωχων, οι θήτες, βάσει του τιμοκρατικού συστήματος που είχε καθιερώσει ο Σόλων, δεν είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, απέκτησαν, όμως, από τον Κλεισθένη το δικαίωμα του εκλέγειν.
Οστρακισμός
Για να αποτρέψει κάθε πιθανότητα επιβολής τυραννίδας, ο Κλεισθένης σκέφτηκε να «αποψιλώσει» από ουσιαστικές εξουσίες και την κορυφή της πολιτείας τον ετήσιας θητείας επώνυμο άρχοντα. Έτσι, τον αντικατέστησε με έναν απλό βουλευτή από τους 500, ο οποίος αναδεικνυόταν με κλήρο και άλλαζε κάθε ημέρα. Σημαντικότατο, τέλος, μέτρο για την προστασία του πολιτεύματος, σύμφωνα με τους ιστορικούς, θεωρείται και ο οστρακισμός. Το μέτρο τούτο οφείλει το όνομά του στο ότι οι κάτοικοι της Αττικής, σύμφωνα με τον Κλεισθένη, μπορούσαν να γράψουν επάνω σε ένα όστρακο ή κεραμίδι (κομμάτι από σπασμένο αγγείο) το όνομα του οποίου θεωρούσαν επικίνδυνο για το πολίτευμα.
Ψηφοφορία για οστρακισμό γινόταν το πολύ μια φορά το χρόνο, ύστερα από απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου για οστρακοφορία. Η διαδικασία της οστρακοφορίας ήταν η εξής: την καθορισμένη ημέρα έφραζαν την αγορά με σανιδένια φράγματα και άφηναν δέκα εισόδους, από τις οποίες έμπαιναν οι πολίτες κατά φυλές. Κάθε πολίτης κρατούσε ένα όστρακο, στο οποίο είχε γράψει το όνομα του πολίτη που θεωρούσε την απομάκρυνση του αναγκαία. Αυτά τα όστρακα με την παρουσία των βουλευτών και των εννέα αρχόντων τα έριχναν σε ένα σωρό. Κατόπιν, οι άρχοντες τα μετρούσαν και έβρισκαν το συνολικό τους αριθμό. Αν ο αριθμός ήταν μικρότερος από 6.000, ο οστρακισμός δε γινόταν, αν ήταν μεγαλύτερος, εξοριζόταν εκείνος ο πολίτης που το όνομα του ήταν στα περισσότερα όστρακα, χωρίς να χάσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, ούτε να δημευτεί το βιος του. Αυτός, λοιπόν, υποχρεωνόταν να φύγει από την πόλη μέσα σε δέκα ημέρες και για 10 χρόνια.
Με την παρέλευση της δεκαετίας ή με τη χορήγηση, κατόπιν λαϊκής ψηφοφορίας με όστρακα για μιαν ακόμα φορά, αμνηστίας νωρίτερα των δέκα ετών, μπορούσε ο εξόριστος να επιστρέψει στην πατρίδα.
Και σύμφωνα με όσα γράφει και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, «Οι δημοκρατικές πόλεις, για τούτο το λόγο θεσπίζουν τον οστρακισμό× γιατί τούτες φαίνεται πως πάνω απ’ όλα επιδιώκουν την ισότητα. Έτσι, οστράκιζαν και απομάκρυναν από την πόλη για ορισμένα χρόνια όσους φαίνονταν να υπερέχουν σε δύναμη, είτε διότι ήταν πλούσιοι, είτε διότι είχαν πολλές φιλίες είτε διότι, για κάποιον άλλο λόγο, είχαν πολιτική ισχύ».
Στο πέρασμα των χρόνων, λοιπόν, καταλαβαίνουμε γιατί οστρακίστηκαν ο Αριστείδης, ο Ξάνθιππος, ο Θεμιστοκλής, ο Κίμωνας κ.ά., γνωστοί σε μας όλοι τους πολιτικοί, οι οποίοι θέλησαν, λίγο έως πολύ, να χειραγωγήσουν τις λαϊκές μάζες της Αθήνας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. Γ. Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα, 1956 – 1959.
2. Χ. Μπένγκτσον, «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος», εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1991.
3. G. Glotz, «Η ελληνική «πόλις», μτφρ. Α. Σακελλαρίου, Αθήνα 1994 (4η έκδοση).
4. Lévéque P., Vidal-Naquet P., «Κλεισθένης ο Αθηναίος: Δοκίμιο για την παράσταση του χώρου και του χρόνου στην Ελλάδα από τα τέλη του 6ου αιώνα έως το θάνατο του Πλάτωνα», μτφρ. Στ. Γεωργοπούλου, Αθήνα 1989 (1η έκδοση 1964).
•Στον πατέρα μου, Ηρακλή Γ. Ορφανό
*Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., Φιλόλογος