Αύξηση της μερικής απασχόλησης από το 2006 και μετά, καθώς και του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων, αλλά και μετατόπιση της απασχόλησης από την παραγωγή στις υπηρεσίες, καταδεικνύει η έρευνα εργατικού δυναμικού για τη χρονική περίοδο 1981-2015 που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Όπως προκύπτει από την έρευνα για τις μεταβολές στην αγορά εργασίας τα τελευταία 35 χρόνια, η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Ειδικότερα, από το 1981 μέχρι και το 2009, το εργατικό δυναμικό αυξανόταν, ενώ έκτοτε έχει φθίνουσα πορεία, ακολουθώντας τη μείωση του πληθυσμού των ατόμων ηλικίας άνω των 15 ετών. Από το 2010 και μετά, μειώνεται και ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου 1981-2015 είναι η διευρυνόμενη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και η συνεπακόλουθη αύξηση της συμμετοχής τους στην απασχόληση. Αντίθετα η συμμετοχή των ανδρών μειώνεται, με αποτέλεσμα τη συνεχή συρρίκνωση των διαφορών μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, η οικονομική κρίση είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στους άνδρες, καθώς κατά την περίοδο 2009-2015 το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών υποχώρησε κατά 13% έναντι 6% των γυναικών.
Σε ότι αφορά τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό κατά ομάδες ηλικιών και φύλο διαπιστώνεται ότι η συρρίκνωση της διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό των γυναικών ηλικίας 25-64 και την ελαφρά μείωση συμμετοχής των ανδρών της ίδιας ομάδας ηλικιών. Επίσης η συμμετοχή των ανδρών στις ηλικίες 65+ μειώνεται περισσότερο από αυτή των γυναικών.
Και στα δύο φύλα παρατηρείται η μείωση της συμμετοχής των νεότερων ηλικιών στο εργατικό δυναμικό, γεγονός που μάλλον συνδέεται με τον αυξημένο αριθμό νέων που συνεχίζουν τις σπουδές μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ο πρωτογενής τομέας είναι αυτός με τη μεγαλύτερη πτώση, ωστόσο τα τελευταία χρόνια υπήρξε συγκράτηση του σχετικού ποσοστού και το τελευταίο έτος μια μικρή αύξηση. Αντίθετα, το μερίδιο του δευτερογενούς τομέα στην απασχόληση, τόσο της βιομηχανίας-ενέργειας όσο και των κατασκευών, μειώνεται σταθερά.
Από την άλλη πλευρά αυξήθηκε η απασχόληση στον τριτογενή τομέα: οι χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες σχεδόν τετραπλασιάστηκαν ενώ οι «άλλες υπηρεσίες», δηλαδή, κατά κύριο λόγο, η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και η υγεία, σχεδόν διπλασιάστηκαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ το 1981 στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα απασχολούνταν περισσότεροι από τους μισούς εργαζομένους, το 2015 απασχολούνταν, περίπου, ένας στους τέσσερις (24%).
Είναι ξεκάθαρο ότι οι αλλαγές στον επαγγελματικό χάρτη σχετίζονται με τις αλλαγές στους τομείς της παραγωγής. Έτσι, η μείωση της απασχόλησης στα χειρωνακτικά επαγγέλματα αντανακλά τη μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα.
Η μερική απασχόληση είναι ένα φαινόμενο που εντείνεται τα τελευταία χρόνια. Ενώ το ποσοστό απασχολούμενων που εργάζονται με μερική απασχόληση κυμαινόταν γύρω στο 5% μέχρι το 2005, από το 2006 αυξάνεται σταθερά φτάνοντας τελικά στο 9,5% κατά το 2015.
Παράλληλα, σύμφωνα με την έρευνα, μετά από μια σχετικά απότομη άνοδο από το 1981 έως το 1983, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζει μικρές μεταβολές καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η επόμενη δεκαετία, όμως, είναι διαφορετική: η ανεργία αυξάνεται σταθερά, ξεπερνώντας το 10% για πρώτη φορά το 1998. Η τάση αντιστρέφεται το 2001 και η ανεργία ακολουθεί ελαφρά πτωτική πορεία ως το 2008. Τα επόμενα χρόνια σηματοδοτούν την έκρηξη της ανεργίας, η οποία κορυφώνεται το 2013 αγγίζοντας το 27,5% και έκτοτε καταγράφει ελαφρά πτωτική πορεία.