Μια θλιβερή επέτειο τίμησαν χθες όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναβιώνοντας μνήμες της μεγαλύτερης τραγωδίας που βύθισε στο πένθος τόσα χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου.
Ήταν 4 του Μάη 1972 όταν έχασαν τη ζωή τους στη Γεωργιούπολη 21 μαθήτριες στη διάρκεια της σχολικής τους εκδρομής.
Αναψιλαφώντας τα γεγονότα βλέπεις μια τόσο διαφορετική ζωή. Συνθήκες που οι σημερινοί νέοι αρνούνται να πιστέψουν.
Ήταν μεγάλο γεγονός η εκδρομή εκείνη για τις άμοιρες μαθήτριες. Μήπως είχαν κι άλλη ψυχαγωγία; Οικογενειακά γλέντια ήταν οι μοναδικές ευκαιρίες για να διασκεδάσουν. Άλλες εποχές άλλα ήθη.
Έτσι για τις κοπέλες εκείνες ήταν μεγάλη υπόθεση η σχολική εκδρομή. Γι’ αυτό και η πανηγυρική ατμόσφαιρα από την πρώτη στιγμή που φάνηκαν τα πούλμαν για τη μεταφορά.
Όλα έδειχναν πως θα έμενε αξέχαστη η εκδρομή. Στις τσάντες ήταν διπλωμένα προσεκτικά σε πεντακάθαρες πετσέτες τα φαγητά. Στις τσέπες υπήρχε κι ένα «ψιλοχαρτζιλίκι». Όσο φτωχός κι αν ήταν ο γονιός δεν μπορούσε ν’ αφήσει το κοπέλι του χωρίς μια δραχμή μήπως και λιμπιζόταν κάτι που θα έβλεπε ν’ απολαμβάνουν τ’ άλλα παιδιά. Αθάνατο γονεϊκό φιλότιμο.
Με χαρές και τραγούδια έφτασαν και οι τρεις τάξεις του εξατάξιου γυμνασίου Σπηλίου στη Γεωργιούπολη. Κι άρχισαν ν’ απολαμβάνουν την εκδρομή τους.
Η μοιραία βόλτα
Ήταν κοντά στη μιάμιση το μεσημέρι όταν μια ομάδα από 27 μαθήτριες βρέθηκαν κοντά σε μια μηχανότρατα. Μια άλλη έκανε ήδη βόλτα κάποιους μαθητές. Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Τα κορίτσια δεν άντεξαν στον πειρασμό. Μπήκαν χωρίς συνοδεία καθηγητών στη μοιραία βάρκα προσπαθώντας να βάλουν όσο μπορούσαν στην άκρη τα δίχτυα που γέμιζαν τον τόπο.
Ένα τέταρτο αργότερα κι ενώ η βάρκα είχε ξανοιχτεί ένα μίλι περίπου έσβησε ο κινητήρας κι ένα κύμα χτύπησε το σκάφος.
Ανυποψίαστες για τον κίνδυνο που προκαλούν οι μαθήτριες τρέχουν στη μια μεριά με αποτέλεσμα να μπατάρει το σκάφος από το βάρος και να βρεθούν όλες στη θάλασσα.
Και σαν να μην έφτανε αυτό τα ενοχλητικά δίχτυα είχαν γίνει τώρα παγίδες θανάτου για τις μαθήτριες που βρέθηκαν εγκλωβισμένες σ’ αυτά χωρίς να γνωρίζουν και κολύμπι.
Μια μαθήτρια η Στυλιανή Γλυνιαδάκη έδειξε εκείνη την τραγική ώρα μια απαράμιλλη γενναιότητα. Ενώ ήξερε να κολυμπά αντί να φροντίσει τον εαυτό της προσπαθεί να βοηθήσει τις φίλες της. Καταφέρνει να σώσει δυο από αυτές που η μια την είχε αρπάξει από τη μέση και η άλλη από τα μαλλιά, ενώ άλλες τρεις κοπέλες κατάφεραν να ξεφύγουν από το μοιραίο, καθώς από τύχη δεν είχαν μπλεχτεί στα δίχτυα.
Για την ηρωική της πράξη η κοπέλα τιμήθηκε αργότερα με κρατικό βραβείο.
Σκηνές πανικού
Στο μεταξύ σκηνές πανικού διαδραματίζονται, καθώς καταβάλλονται προσπάθειες να σωθούν τα κορίτσια που καλούσαν απελπισμένα σε βοήθεια.
Δυστυχώς όμως μόνο πτώματα ανασύρονται μέσα σε πανδαιμόνιο αλλοφροσύνης. Νεκρές ήταν οι Δουλγεράκη Ευαγγελία, Δουλγεράκη Αιμιλία (δίδυμες αδελφές). Δουλγεράκη Αικατερίνη (εξαδέλφη τους), Φουσταλιεράκη Αμαλία, Σειραγάκη Αικατερίνη, Λογιάκη Αικατερίνη, Μαρκουλιδάκη Αννα, Μπιζιριαννάκη Ελένη, Παγκάκη Ολυμπία, Παπαδάκη Άννα, Χατζηδάκη Γαρυφαλλιά, Τσαγκαράκη Βάσω, Θεοδοσάκη Χρυσή, Κυριακάκη, Μαργαρίτα, Κουμεντάκη Αικατερίνη, Τσιγδινού Μαρία, Στρατηδάκη Ειρήνη, Παπαδάκη Μαρία, Σειραγάκη Μαρία, Λιμάκη Ιωάννα, και Λαγουδάκη Θεοδοσία.
Ήταν τα καημένα από 13-15 ετών. Το άκουσμα βυθίζει στο πένθος τα χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου: Σπήλι, Μιξόρρουμα, Μουρνέ, Κεντροχώρι, Κισσός, Λαμπινή Δαριβιανά, Πλατανές.
Ο φωτογράφος Στέλιος Τζανακάκης, που είχε κληθεί να συνοδεύσει τα παιδιά για τις αναμνηστικές φωτογραφίες ξαφνικά από σκηνές χαράς αρχίζει ν’ απαθανατίζει εικόνες απίστευτα τραγικές.
Απερίγραπτη συμφορά
Θυμάμαι όταν μια μέρα έψαχνα στο αρχείο της «Κρητικής Επιθεώρησης» που εργαζόμουν με ξάφνισε η πρώτη σελίδα και το μέγεθος του τίτλου. Ήξερα το θέμα που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο και είχε αναστατώσει μέχρι και το γειτονιά μου στον Πειραιά, όπου έμεναν αρκετοί Κρητικοί.
Τώρα είχα το ρεπορτάζ μπροστά μου και διάβασα μεταξύ άλλων. «Τέτοια συμφορά, τέτοια ομαδική απώλεια σε ανθρώπινες ζωές δεν έχει ξαναγνωρίσει η Επαρχία Αγίου Βασιλείου από τη Γερμανική Κατοχή με τις ομαδικές εκτελέσεις της Κρύας Βρύσης και των Σακτουρίων…».
Σπαρακτικές σκηνές διαδραματίστηκαν στις κηδείες των κοριτσιών Οι φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν λένε πολλά περισσότερα από ανούσιες περιγραφές.
Είχε πει σε συνέντευξή της για το γεγονός, στην εφημερίδα των Αθηνών τα «ΝΕΑ», τριάντα χρόνια μετά, η 14χρονη τότε Αγγελική Δουλγεράκη από το Μιξόρρουμα μία από τις έξι μαθήτριες που επέζησαν από την τραγωδία.
«Χάλασε η μηχανή». «Εγώ ήμουν τότε μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου. Αφού καθίσαμε σε μία ταβέρνα της περιοχής και φάγαμε, ξεκινήσαμε προς το λιμάνι της Γεωργιούπολης. Μπήκαμε σε μία βάρκα για μία κοντινή βόλτα όταν ξαφνικά ο βαρκάρης είπε ότι χάλασε η μηχανή. Υπήρξε πανικός. Όλοι αρχίσαμε να φωνάζουμε και ξαφνικά βρεθήκαμε στο νερό. Εγώ βυθίστηκα και η άνωση του νερού με έβγαλε ξανά στην επιφάνεια. Δεν ήξερα να κολυμπώ. Έπιασα από κάποιο σημείο την αναποδογυρισμένη βάρκα και στη συνέχεια γαντζώθηκα πάνω στον βαρκάρη. Ήταν στιγμές κόλασης. 21 συμμαθήτριές μου πνίγηκαν. Σωθήκαμε μόνο 6 κοπέλες».
«Πενθούσαμε για χρόνια»
Ο Μανώλης Μαραγκουδάκης, μαθητής και αυτός στο Γυμνάσιο Σπηλίου, ήταν τυχερός όπως λέει στα «ΝΕΑ», 31 χρόνια μετά την τραγωδία στη Γεωργιούπολη.
«Στη μοιραία βάρκα, καταθέτει, πριν από τις μαθήτριες, είχαμε επιβιβαστεί 15 αγόρια. Κάναμε τη βόλτα μας και όταν επιστρέψαμε, εγώ και ένας φίλος μου δεν θέλαμε να κατέβουμε. Ο βαρκάρης μας κατέβασε σχεδόν με τη βία για να μπουν οι μαθήτριες. Μπήκαμε όμως σε διπλανή βάρκα και έτσι ξεκινήσαμε μαζί τη βόλτα. Πήραμε όμως διαφορετικές κατευθύνσεις. Θυμάμαι ακόμη τη φωνή των συμμαθητριών μου που βούλιαζαν σε μία απόσταση περίπου 200-300 μέτρων. Ο βαρκάρης έκανε αμέσως στροφή και πλησίασε το σημείο του ναυαγίου. Οι εικόνες που αντικρίσαμε ήταν ανατριχιαστικές. Τα νερά της θάλασσας ήταν πεντακάθαρα. Βλέπαμε 6 κορίτσια να επιπλέουν κρατώντας τη βάρκα και τα υπόλοιπα να βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας».
«Δεν γίνονταν γάμοι»
Ωστόσο, βαθιά στη μνήμη του Μανόλη Μαραγκουδάκη είναι χαραγμένες οι στιγμές που έζησε στο χωριό του, το Μιξόρουμα, όπου χάθηκαν εννέα μαθήτριες. «Το δράμα συνεχίστηκε στο δικό μου χωριό για πολλούς μήνες μετά. Θυμάμαι ότι τη νύχτα ξυπνούσα από τον σπαραγμό των μανάδων που πάγωναν στο νεκροταφείο για να θρηνήσουν τα παιδιά τους. Για 5-6 χρόνια στην περιοχή μας δεν γίνονταν γάμοι και βαφτίσια. Κυριαρχούσε το πένθος για τον άδικο χαμό των κοριτσιών».
Κι ένας από τους τέσσερις βατραχανθρώπους που υπηρετούσαν στον Ναύσταθμο και είχαν κληθεί για το μακάβριο έργο του εντοπισμού ο τότε Έφεδρος Κελευστής των Ο.Υ.Κ. Γρηγόρης Σαίχ 33οΣχολείο Βατραχανθρώπων θα καταθέσει:
«Με τα μαχαίρια κόβαμε τα δίχτυα και ανασύραμε τα κορίτσια μαζί με αυτά, ήταν η ποιο Άσχημη στιγμή της ζωής μου, δεν θα Ξεχάσω ποτέ εκείνα τα Αγγελούδια που ήταν ένα με τα δίχτυα Πνιγμένα. Αυτές οι εικόνες θα μείνουν για πάντα στο Μυαλό μου…».
Και υπερφυσικά φαινόμενα
Στον απολογισμό της φοβερής αυτής τραγωδίας στον «όρμο των παρθένων», όπως ονομάστηκε η περιοχή αναφέρονται και σε δυο φαινόμενα με υπερφυσικές προεκτάσεις που διέσωσαν οι αφηγήσεις.
Ο βατραχάνθρωπος Γρηγόρης Σαίχ είπε πει ακόμα στην κατάθεσή του ότι: «Το ίδιο βράδυ δε, έκανε έναν Σεισμό στην περιοχή που ακόμα και τώρα που το σκέπτομαι ανατριχιάζω». Το άλλο είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον Διαβάζουμε σχετικά:
Συγκλονιστική είναι η συνέχεια της ιστορίας, που έχει πάρει διαστάσεις θρύλου, με την διήγηση ενός τότε μοναχού, και ήδη Οσιοποιημένου γέροντα, του Γεννάδιου του Ακουμιώτη, ο οποίος, όπως είπε στον τραγικό πατέρα δύο πνιγμένων κοριτσιών, με θεϊκή δύναμη διακτινίστηκε, από το κελί που εμόναζε δίπλα στο ξωκκλήσι της Αγίας Άννας, την ώρα του ατυχήματος και ως διά μαγείας, βρέθηκε στην παραλία της Γεωργιούπολης προσπαθώντας να αποτρέψει τις μαθήτριες να μπουν στη βάρκα. Μάταια όμως γιατί αυτές γελούσαν και περιγελούσαν τον γέροντα. Και τότε αυτός κατάλαβε πως αυτό που θα γινόταν ήταν το θέλημα του Θεού! Μάλιστα ο μοναχός εξήγησε, αργότερα, στον δύστυχο πατέρα πως είχε οραματιστεί τις κόρες του στεφανωμένες στον Παράδεισο! Την ύπαρξη κληρικού στην παραλία, ο οποίος εξαφανίστηκε μετά μυστηριωδώς, επιβεβαίωσαν και κάποιες άλλες διασωθείσες μαθήτριες.
Ο πατέρας των κοριτσιών, προφανώς δυσπιστώντας και με τη χαρακτηριστική αφέλεια των απλοϊκών ανθρώπων, είπε στον μοναχό:
– Παππούλη, για να πιστέψω πως μου λες αλήθεια κι ότι έτσι που τα λες είναι, ζήτησε από το Θεό να πέμψει τις ψυχές των θυγατέρων μου σαν περιστέρια και να τις δω για λίγο στο χωράφι που οργώνω!
Πράγματι, την άλλη ημέρα στο χωράφι, δυο κάτασπρα περιστέρια έφερναν γύρους πάνω από τον χωρικό την ώρα που αυτός ζευγάριζε.
– Θεέ μου, είπε εκείνος, σταμάτησε τη δουλειά και κάθισε σ’ ένα πεζούλι κοιτώντας έκπληκτος τον ουρανό. Αν είναι αυτές οι θυγατέρες μου, ας κατέβουν να καθίσουν στα γόνατά μου!
Και έτσι έγινε! Τα περιστέρια κατέβηκαν και κάθισαν για ώρα στα γόνατα του χωρικού που τα χάιδευε με λυγμούς, πιστεύοντας πλέον τον γέροντα και υποτασσόμενος στο θέλημα του Θεού!
Ο θρήνος του ΚΙΓΚ
Μαθητής τότε της Στ’ τάξης του 1ου Γυμνασίου ο Κωστής Καλλέργης (ΚΙΓΚ) βρισκόταν στη Μακεδονία, σε σχολική εκδρομή όταν πληροφορήθηκε το συμβάν.
Κι έγραψε αμέσως:
Κλάψε καημένη Κρήτη
Ζήλεψε ο Χάρος τη χαρά, τη νιότη, τα τραγούδια
της Κρήτης της πεντάμορφης όμορφα αγνά λουλούδια.
Λουλούδια όλο άρωμα, μπουμπούκια όλο χάρη
στον Αι-Βασίλη στόλισμα στο Ρέθεμνο καμάρι.
Λουλούδια ανοιξιάτικα, ζουμπούλια μυρωμένα,
που ήταν γραφτό να γείρουνε στο χώμα μαραμένα.
Μπουκέτο ο Χάρος έκοψε μ’ αγγελικά λουλούδια
και στο Θεό τα έστειλε με τ’ άλλα τ’ αγγελούδια.
Μαράθηκαν και μάραναν μαζί τους και την Κρήτη,
σπάραξε η δόλια η καρδιά του γέρο-Ψηλορείτη.
Κλάψε βουνό περήφανο, άτυχε Ψηλορείτη,
κλάψε παντέρμο Ρέθεμνος, κλάψε φτωχή μου Κρήτη.
Τα μάτια μας είναι γραφτό ποτέ να μη στεγνώνουν,
τα στήθεια μας να σφίγγουνται, τα χείλη να παγώνουν.
Κι απ’ το παράπονο η καρδιά πάντοτε να ‘ναι κρύα.
Αδέλφια μας η μνήμη σας θα μένει αιώνια.
Ένα κερί θελήσαμε ν’ ανάψουμε με το αφιέρωμα αυτό για τις 21 άτυχες μικρούλες που έγιναν οι κορυφαίες ενός δράματος που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν είναι μπορετό να ξεχαστεί.
ΠΗΓΕΣ: Από τον κρητικό και Αθηναϊκό Τύπο και το διαδίκτυο.