Ανάχωμα στο διεθνή τουριστικό ανταγωνισμό αποτελεί η ποιότητα των ελληνικών ξενοδοχείων ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός οτι οι μονάδες τεσσάρων και πέντε αστέρων αποτελούν το 42.3 % του συνόλου της δυναμικότητας των μονάδων της χώρας. Από την άλλη διαρκώς μειώνεται ο αριθμός των 1 και 2 αστέρων ξενοδοχείων, ενώ το δυναμικό των ξενοδοχείων 3 αστέρων παραμένει σταθερό.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την ετήσια μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (ΞΕΕ).
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα σχεδόν αμετάβλητο διατηρήθηκε το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας το 2016 σε σχέση με το 2015, καθώς αριθμεί 9.730 μονάδες από 9.727 αντίστοιχα.
Ειδικότερα στην Κρήτη το 2016 κατεγράφησαν 1568 ξενοδοχειακές μονάδες με 89.845 δωμάτια και 171516 κλίνες εκ των οποίων τα 97 5άστερα και τα 249 με 4 αστέρια. Από τα 1568 ξενοδοχεία τα 322 βρίσκονται στο Ρέθυμνο και αριθμούν 16.897 δωμάτια και 32409 κλίνες (16 πεντάστερα και 53 με 4 αστέρια). Ο αριθμός τους είναι κατά τι αυξημένος σε σχέση με το 2015 όπου ήταν 1.558 ξενοδοχεία στο νησί και 320 στο Ρέθυμνο.
Η μελέτη παράλληλα επισημαίνει ότι «ελληνικό ξενοδοχείο είναι το μικρό ξενοδοχείο», αφού το μέσο μέγεθος στη χώρα ανέρχεται στα 41,8 δωμάτια. Ταυτόχρονα το ελληνικό ξενοδοχείο εν μέσω κρίσης, αποτελεί σταθερή πηγή απασχόλησης και παρά το γεγονός ότι μειώθηκαν τα έσοδα του τουρισμού το 2016, το ποσοστό απασχόλησης ανέβηκε κατά 3,9% ετήσια βάση. Συγχρόνως το ποσοστό των απασχολούμενων γυναικών στα ξενοδοχεία προσεγγίζει το 57% στο σύνολο του εργαζομένων, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο τουρισμός δημιουργεί θέσεις εργασίας σε κοινωνικές ομάδες μειωμένης απασχόλησης.
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της μελέτης ο πρόεδρος του ΞΕΕ ανέφερε ότι η ποιότητα των ελληνικών ξενοδοχείων αποτελεί το ανάχωμα στον διεθνή ανταγωνισμό και στον εγχώριο αθέμιτο ανταγωνισμό. Και επισήμανε ότι «παρακαταθήκη για τη διασφάλιση της ποιότητας στις νόμιμα λειτουργούσες επιχειρήσεις φιλοξενίας της χώρας αποτελεί η διαδικασία πιστοποίησης της κατάταξης των καταλυμάτων από το ΞΕΕ».
Τέλος ,σύμφωνα με την ίδια έρευνα μεγάλη παθογένεια για τον ελληνικό τουρισμό παραμένει η εποχικότητα με τη ζήτηση από τους επισκέπτες να συσσωρεύεται το τρίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου-Αυγούστου.
Το 2016 καταγράφηκε για μια ακόμη χρονιά υψηλή εποχικότητα στην τουριστική ζήτηση, επιβεβαιώνοντας πως αυτή αποτελεί το κυρίαρχο δομικό πρόβλημα και μόνιμο μειονέκτημα στον κλάδο τόσο του τουρισμού, όσο και των ξενοδοχείων.