Η ποιότητα του κρητικού ελαιολάδου, η αναγνωρισιμότητά του και η υψηλή θρεπτική του αξία αποτελούν τα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα του τοπικού προϊόντος, τα οποία το κάνουν να ξεχωρίζει έναντι των υπολοίπων, δίδοντάς του τη δυνατότητα να καταστεί ανταγωνιστικό και να κερδίσει μια θέση στα ράφια των αγορών του εξωτερικού.
Βασική προϋπόθεση όμως είναι η τυποποίηση του, η κατοχύρωση της ταυτότητάς του με την πιστοποιημένη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ), ώστε μέσω αυτού να αναγνωρίζεται από τον επισκέπτη, αλλά και τον κόσμο του εξωτερικού.
Η αναγνώριση της ταυτότητάς του θα δώσει νέα ώθηση στην προβολή και προώθηση του προϊόντος, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να γίνει συνείδηση των καταναλωτών.
Η διασύνδεση του πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό, όπως επανειλημμένως έχει τονιστεί, είναι απαραίτητη, αφού θα συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας. Η ελαιοκομία αποτελεί τον μεγαλύτερο πυλώνα του αγροτικού τομέα της Κρήτης, γι’ αυτό και η σωστή αξιοποίηση του προϊόντος θα ωφελήσει όλους τους τομείς της οικονομίας.
Ωστόσο ο «θησαυρός» του νησιού δεν αξιοποιείται σωστά κυρίως γιατί δεν έχει γίνει αντιληπτό από το σύνολο των φορέων που ασχολούνται με αυτό, πως το προϊόν αυτό μπορεί να πάρει προστιθέμενη αξία και με σωστές πρακτικές να διατεθεί, να προβληθεί, να αναδειχτεί αλλά και να προωθηθεί στις διεθνείς αγορές.
Τα παραπάνω αποτελούν βασικές προτεραιότητες για τον Σύνδεσμο Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης που εδώ και χρόνια καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες, ώστε το κρητικό ελαιόλαδο αρχικά να χρησιμοποιείται από τις τουριστικές επιχειρήσεις -και μάλιστα σε συσκευασία μιας χρήσης- έτσι ώστε να είναι αδιαμφισβήτητη η ποιότητα και η προέλευσή του.
Ο πρόεδρος του ΣΕΔΗΚ Γιώργος Μαρινάκης σε συνεδρίαση του Δ.Σ. τον περασμένο Μάιο είχε αναφέρει χαρακτηριστικά για το θέμα αυτό: «Η θεσμοθέτηση των μη επαναγεμιζόμενων συσκευασιών στα τραπέζια των εστιατορίων θα πρέπει να αποτελέσει βασικό στόχο του ΣΕΔΗΚ αλλά και όλων των φορέων (Περιφέρειας, Επιμελητηρίων κ.α.) που μπορούν να συμβάλλουν προς την κατεύθυνση αυτή».
Το μέτρο αυτό, όπως επανειλημμένως έχει τονίσει ο ΣΕΔΗΚ ήδη εφαρμόζεται στην Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Κύπρο αλλά στην Ελλάδα τώρα και τρία χρόνια, στην Ελλάδα φαίνεται ότι θεωρείται επουσιώδες αφού παρά τα επανειλημμένα υπομνήματα του ΣΕΔΗΚ και άλλων φορέων εξακολουθεί να μένει σε εκκρεμότητα.
Όμως, όπως έχει υπογραμμιστεί, το νωπό ελαιόλαδο στα γνωστά διαφανή μπουκάλια του λαδόξυδου εκτός της ανωνυμίας του, η οποία δεν εξασφαλίζει καμία υπευθυνότητα ούτε για τη γνησιότητα (μη νόθευση), ούτε την ταυτότητα, ούτε την υγιεινή ασφάλεια του περιεχόμενου, σίγουρα δεν ενθουσιάζουν ούτε τους ξένους ούτε τους ντόπιους πελάτες τους.
Είναι ευχάριστο σύμφωνα με τον ΣΕΔΗΚ ότι κάποιες ταβέρνες στην Κρήτη άρχισαν από μόνες τους να προσφέρουν νωπό ελαιόλαδο σε επώνυμες συσκευασίες. Η δράση αυτή είναι θετική, όχι όμως αρκετή αφού σύμφωνα με τον Σύνδεσμο οι συσκευασίες δεν αρκεί να είναι επώνυμες, πρέπει να φέρουν και πώμα που δεν επιτρέπει το επαναγέμισμά τους ή να είναι μικρές, ώστε να επαρκούν μόνο για μια χρήση. Διαφορετικά η χρήση τους μπορεί να αποβεί σε βάρος των καταστημάτων αλλά και των επιχειρήσεων που φέρονται στις ετικέτες τους.