Τα παλιά χρόνια η ανθρώπινη ζωή για να διατηρηθεί ήτανε αρκετά δύσκολο από τη διατροφή και την διαβίωσή της. Μέσα σε αυτές τις δυσκολίες ήτανε και η στέγαση για την προστασία της από τις καιρικές συνθήκες περισσότερο τη χειμερινή περίοδο. Δεν διέθετε μέσα για να εξασφαλίσει πλήρη προστασία της οικογένειάς του. Μόνο με αυτοσχέδια μέσα προσπαθούσε και τα κατάφερνε σχεδόν πρόχειρα να κατασκευάσει ένα σπίτι που επιθυμούσε και που ήτανε απαραίτητο με την ελπίδα ότι θα διατηρηθεί στη ζωή. Έτσι, με τεράστιες προσπάθειες ξεκινούσε να το αποκτήσει που είχε μόνο στη διάθεσή του την πέτρα, το ξύλο και το χώμα.
Πρώτα ξεκινούσε να συγκεντρώσει τις πέτρες από τη γύρω περιοχή, πάντα με τη βοήθεια της οικογένειας και του γαϊδάρου που διατηρούσανε τότε ως το μοναδικό μέσον μεταφοράς για όλες τις εργασίες. Στο σομάρι του δεξιά και αριστερά με ξύλα έφτιαχνε την πρόχειρη αυτοσχέδια κατασκευή για να τοποθετεί και να μεταφέρει τις πέτρες στον τόπο που θα έκτιζε το σπίτι. Έπαιρνε και τους γαϊδάρους από τους χωριανούς για να συντομεύει τη συγκέντρωση, όπως και αυτός θα προσέφερνε τον δικό του όταν θα είχανε ανάγκη οι χωριανοί του.
Επίσης είχε προβλέψει από ενωρίτερα να έχει κόψει τα άγρια ξύλα που θα τοποθετούσε για το χώρισμα και την σκεπή του σπιτιού και ήτανε από κυπαρίσσια, δρυγιάδες, πρινάρια και άγριες ελιές, τα οποία είχε κόψει στη λίγωση του φεγγαριού για να είναι σκληρά και ανθεκτικά. Τελευταία συγκέντρωνε το χώμα που θα χρησιμοποιούσε για το κτίσιμο και άλλο για την σκεπή την «λεπίδα».
Αφού ήτανε όλα έτοιμα, ειδοποιούσε τον κτίστη που είχε συμφωνήσει από πολύ πριν να ξεκινήσει την κατασκευή του σπιτιού του. Στα θεμέλια συνηθίζανε να σφάζουνε ένα κόκορα για γούρι για να κάνει το ζευγάρι περισσότερα αγόρια και η οικογένεια να έχει πρόοδο σε όλα. Ευχές από τους παππούδες και την οικογένεια με πολύ κρασί με τον βραστό πετεινό και αργότερα μακαρόνια χειροποίητα στο ζωμό του. Αμέσως μετά ο κτίστης τοποθετούσε την πρώτη πέτρα εκεί που είχε γίνει πριν η σφαγή του γυμνολαίμη πετεινού. Σε διάστημα που περνούσε ο μήνας έφθανε στο ύψος για να τοποθετήσει τα μεσοδόκια του οντά για να κοιμάται το ζευγάρι και τα παιδιά, αφού είχε αφήσει την πόρτα της κυρίας εισόδου και ένα παράθυρο συνήθως ανατολικά.
Μετά ξεκινούσε για να φθάσει στην σκεπή, αφού είχε προβλέψει στη δεξιά γωνία του οντά την κατασκευή του τζακιού, ένα παράθυρο ανατολικά και μια πόρτα νότια για να βγαίνουν στο δώμα «σκεπή» του στάβλου του γαϊδάρου και των αγελάδων που είχε μέσα για να προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες του χειμώνα και την κλοπή.
Εάν δεν τύχαινε κανένα εμπόδιο από τον κτίστη ή τον νοικοκύρη μετά από δύο μήνες περίπου έφθανε η κατασκευή στο ύψος της σκεπής που θα τοποθετούσε τα δοκάρια πάντα με υψηλότερη κλίση από την πίσω μεριά για να φεύγει το νερό της βροχής χωρίς εμπόδιο. Ακολουθούσε οριζόντια η τοποθέτηση καλαμιών και θάμνων (κυρίως αστιβίδας) για να μην φεύγει εσωτερικά το χώμα που θα δεχότανε αργότερα η σκεπή με σχολαστική διαδικασία για να μην μπαίνει το νερό το χειμώνα μέσα στο σπίτι, στο στάβλο και τον αχερώνα των ζώων. Επίσης γύρω από την σκεπή έκτιζε ένα μικρού ύψους μπεντενάκι για προστασία του τοίχου και της σκεπής.
Ο νοικοκύρης από πριν είχε κουβαλήσει κοντά στο χώρο του σπιτιού του τα χώματα που θα έβαζε ο κτίστης στη σκεπή. Είχε πολλές επιτυχίες από τα πολλά σπίτια που είχε φτιάξει στο χωριό Καπεδιανά και στα γύρω χωριά εκείνη την εποχή ο Μαραγκουδάκης Νικόλαος «μπερέτης» στο χωριό του Ρουσσοσπιτίου στην Αγία Ειρήνη και στα Μικρά Ανώγεια και παράπονα ποτέ από κανένα δεν είχανε παρουσιαστεί.
Αφού ήτανε όλα έτοιμα ξεκινούσε με την πρώτη στρώση της σκεπής που ήτανε από αμμώδη κοκκινόχωμα και περιείχε κολλητική ουσία σε υγρή κατάσταση που το είχε φέρει από συγκεκριμένη περιοχή του χωριού σε πάχος 5 έως 7 πόντους. Με τον αυτοσχέδιο ξύλινο ή πέτρινο κύλινδρο το πατούσε για να εφαρμόσει παντού και να είναι το πάχος του το ίδιο σε όλη την ταράτσα.
Έπαιρνε τέλος η στρώση της σκεπής με το λεπιδόχωμα, χρώματος μπλε που είχε και αυτό γλοιώδη και κολλητική ουσία για να προσφέρει στεγανότητα και για να μην φεύγει από το νερό της βροχής. Και αυτό δεχότανε την πίεση από τον κύλινδρο για να έχει παντού την καλή εφαρμογή και το απαιτούμενο ύψος στο σύνολο των δύο στρώσεων. Η προμήθεια της λεπίδας ήτανε από μια τοποθεσία που υπήρχε στους πρόποδες του Βρύσινα.
Παίρνανε τέλος οι εργασίες του κτίστη μετά την κατασκευή γύρω – γύρω της σκεπής μικρών διαστάσεων τοίχου για την προστασία όλης της οικοδομής και της σκεπής από τα νερά του χειμώνα, μια ή δυο μπουτσουνάρες από πελεκημένη πέτρα για να φεύγουν τα νερά από τη βροχή, το τζάκι, με την καμινάδα και τέλος στην αυλή δεξιά και αριστερά της κυρίας εισόδου μπετενάκια για να κάθονται η οικογένεια και οι επισκέπτες της. Αφού εισέπραττε τα χρήματα για την εργασία του αποχωρούσε για να αναλάβει ο μαραγκός τις εργασίες του οντά με τάβλες, την πόρτα, την σκάλα και τα παράθυρα. Φεύγοντας και ο μαραγκός έπαιρνε τα χρήματα για τις εργασίες του. Εάν δεν είχε να τους εξοφλήσει τότε τους έλεγε στα υπόλοιπα θα σας δώσω αρνιά ή σιτηρά ή λάδι ότι εσείς θέλετε από αυτά και το δεχότανε.
Στο τέλος όλων των εργασιών ο νοικοκύρης χώριζε το ισόγειο συνήθως δεξιά με καλάμια για να βάζει τα πλέον απαραίτητα της διατροφής της οικογένειάς του όπως: το λάδι, το κρασί και τα όσπρια – σιτηρά της παραγωγής του κ.λπ.
Στη συνέχεια μπαίνανε στο σπίτι τα πλέον απαραίτητα για τη διαβίωση της οικογένειας: ένα κρεβάτι στον οντά για τον πατέρα και τη μάνα. Τα παιδιά που αποκτούσανε κοιμότανε κατάχαμα επίσης στον οντά, το ένα δίπλα στο άλλο και με σκεπάσματα πάντα από τον αργαλειό της νοικοκυράς. Ένα ξύλινο μπαούλο ρούχων, ένα ξύλινο καναπέ, ξύλινη πιατοθήκη, το λύχνο και το φανάρι για τον φωτισμό και αργότερα μια λάμπα πετρέλαιο, την στάμνα του νερού κ.λπ.
Όταν ήτανε έτοιμο για κατοίκηση η οικογένεια καλούσε τον παπά του χωριού να κάνει τον αγιασμό για να υπάρχει υγεία σε όλους και πρόοδο στα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα για την διατροφή τους και για να κάνουν πολλά παιδιά. Λέγανε θα κάμουμε όσα μας στείλει ο θεός. Κάθε χρόνο όταν τελείωνε ο χειμώνας, το καλοκαίρι από τη ζέστη η λεπίδα της σκεπής παρουσίαζε σχισμές. Ο πατέρας έπαιρνε από την περιοχή της λεπίδας ανάλογη ποσότητα ξερή και ψιλοδιαλυμένη. Την άπλωνε στην ταράτσα και με μια αυτοσχέδια σκούπα την μετακινούσε για να γεμίσουν όλες οι σχισμές και μετά την έβρεχε με λίγο νερό για να στεγανοποιηθεί. Εάν δεν είχε επιτυχία το επαναλάμβανε και δεύτερη φορά.
Μετά από χρόνια η κατασκευή και η διαβίωση εντός και εκτός του σπιτιού αλλάξανε με τα νέα μέσα που είχανε παρουσιαστεί. Έτσι η σκεπή με την λεπίδα αποτελούσε πλέον παρελθόν όπου την διαδέχθηκε η κεραμική σκεπή, οπότε φύγανε οι κόποι με τις πολλές διαδικασίες και οι πολλοί κίνδυνοι που απειλούσανε την οικογένεια.
Ο πέτρινος τοίχος συνεχίζει σταθερά να υπάρχει με βελτιώσεις και να δέχεται στη σκεπή τσιμέντο με την μέθοδο και με τα υλικά της νέας τεχνολογίας.
Σήμερα το παλιό σπίτι με την λεπίδα δεν αναφέρεται από κανένα της πολιτείας και έχουν άγνοια οι νέοι την παλιά αυτοσχέδια τεχνολογία. Ακόμα υπάρχουν σε ορισμένα ορεινά χωριά σπίτια και στάβλοι ακατοίκητα που μαρτυρούν τα όσα βιώσανε οι πρόγονοί μας. Όσοι είναι στη ζωή όταν τα βλέπουν δακρύζουν που έρχονται στη μνήμη τους τα όσα βιώσανε την κατοχή.
Δεν παραλείπουν να λένε και σε στίχους τα βιώματά τους:
Σε κάθε βήμα που πατούν, ο νους τους ταξιδεύει
όλα τους τα βιώματα μπροστά τους τους τα φέρνει.
Ριζώματα κάνανε βαθιά, μέσα εις το κορμί μας
και θα μείνουνε παντοτινά μέχρι να βγει η ψυχή μας.
Στα παιδόγγονά μας ευχόμαστε χρόνια πολλά να ζήσουν
τα δικά μας τα βιώματα ποτέ να μην γνωρίσουν.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός