Οι πρόσφατες φυσικές και ανθρώπινες καταστροφές έρχονται να θυμίσουν πόσο το μέλλον έχει έρθει κοντά μας. Εδώ και αρκετά χρόνια, συζητάμε για τις σοβαρές επιπτώσεις που θα προκύψουν από το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Εδώ και χρόνια συζητάμε πόσο αρνητικές επιπτώσεις έχουν οι συνεχείς πυρκαγιές, από εμπρησμό ή φυσικά αίτια, η άναρχη δόμηση, η κρατική σύμπραξη σε όλα αυτά, και αναρίθμητες άλλες πρακτικές, και πόσες δράσεις θα χρειάζονταν για να αποτραπούν οι επιπτώσεις τους. Συζητώντας και ξανασυζητώντας, το μέλλον έγινε παρόν. Πλέον, οι επιπτώσεις που βλέπουμε δεν είναι της «κλιματικής αλλαγής». Είναι, επίσης, -σε όχι ασήμαντο βαθμό- επιπτώσεις της δικής μας προτίμησης και επιλογής, να αδιαφορούμε για την καταστροφή που προξενούμε στους εαυτούς μας και γύρω μας, να μην εφαρμόζουμε όσα είναι αναγκαία για να αποτραπούν τέτοιες καταστροφές, ή, έστω, όπου αυτό δεν γίνεται, για να περιοριστεί η έντασή τους. Είναι, επίσης, οι επιπτώσεις όλων των καμωμάτων μας, που κατ’ ιδίαν γελοιοποιούμε ή καγχάζουμε, τα οποία όμως δημόσια υπερασπιζόμαστε με κάθε γελοία σοβαρότητα, χωρίς ποτέ να θελήσουμε να αντιμετωπίσουμε.
Οι επιδράσεις από τις μεγάλες ανατροπές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον πάνε πολύ πέρα από τις συνήθεις αναπτυξιακές παραμέτρους. Δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε τις πραγματικές επιπτώσεις σε όρους οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και γεωπολιτικούς, ούτε καν για λίγα χρόνια από σήμερα. Προβλέπεται, όμως, ότι οι ανατροπές που θα προκύψουν θα είναι πρωτόγνωρες. Γνωρίζουμε, ότι αυτό το «πρωτόγνωρο» μπορεί να είναι έξω από κάθε δυνατότητα αντίληψής μας μέχρι να φτάσουμε σε αυτό. Προφανώς, είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί συλλογικά, θα είναι όλοι χαμένοι. Θα ήταν λάθος όμως, να θεωρηθεί ότι μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό όλοι θα είχαν την ίδια τύχη.
Όπως σε κάθε φάση της ιστορίας, ακόμα και αν όλοι είναι χαμένοι, κάποιοι θα είναι πολύ και άλλοι λιγότερο χαμένοι. Από στενή άποψη, «κερδισμένοι» θα είναι όσοι έγκαιρα ακολουθήσουν πολιτικές πρόληψης, πετύχουν να μεταστρέψουν το αυξημένο κόστος που συνεπάγονται οι νέες πιέσεις σε ευκαιρία για την ανάπτυξη καινοτομιών και μορφών παραγωγής, που θα δημιουργούν απασχόληση, εισοδήματα, εξαγωγές και όσοι αντέξουν τα μαζικά κύματα μαζικής μετακίνησης πληθυσμού από περιοχές που πλήττονται. Εννοείται, με την προϋπόθεση, ότι οι αλλαγές αυτές θα μπορούν να υλοποιηθούν πράγματι, και με ομαλές διαδικασίες.
Η οικολογική προβληματική πρέπει να βρεθεί στο απόλυτο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας, για περισσότερους λόγους, που συνοψίζονται σε έναν: την αποτροπή μη αναστρέψιμων κινδύνων για τον Πολιτισμό και τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Αν δεν συμφωνήσουμε σε αυτό, σε παγκόσμιο και σε εθνικό επίπεδο, μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας κινδυνεύουν από απρόβλεπτες εξελίξεις. Αναλυτικότερα, σε ο,τι αφορά το δικό μας εθνικό επίπεδο, μπορεί να αναφερθούν περισσότερα:
• Πρώτον, το πεδίο της οικολογίας κάνει αναγκαία μια θεμελιακή αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής: Κάνει αναγκαία την έμφαση στη μακροχρόνια διάσταση, δηλαδή τι κάνουμε σήμερα σε σχέση με 5, 15 ή περισσότερα χρόνια αργότερα. Η μακροχρόνια αυτή διάσταση των αναγκαίων αποφάσεων βρίσκεται σε εκρηκτική αντίθεση με τον βραχυπροθεσμιακό χαρακτήρα (το short-terminism) των λίγων μηνών με τον οποίο λειτουργούν τόσο οι διεθνείς αγορές, αλλά, ακόμα περισσότερο, η Πολιτική στη χώρα μας. Αυτό στην εφαρμογή του στην Ελλάδα οδηγεί σε τεράστια διλήμματα: Με τι Κράτος, με τι Περιφερειακή ή Τοπική Αυτοδιοίκηση, με τι πολιτικές, με τι αντιλήψεις, με τι γνώσεις θα προωθηθούν περιβαλλοντικοί- οικολογικοί στόχοι; Με ένα Κράτος όπως το σημερινό; Με κάτι άλλο και με ποιό;
• Δεύτερον, ανέφερα, ότι η οικολογική δυναμική θα έπρεπε να είναι αναπόσπαστο τμήμα της ατζέντας της πολιτικής. Ξέρουμε, ότι στην πράξη δεν είναι. Τα οικολογικά κινήματα ξεκίνησαν και ισχυροποιήθηκαν στην Ευρώπη και αλλού από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όμως στην Ελλάδα δεν ευδοκίμησαν. Ήταν θέμα προσώπων; Πέρα από τα πρόσωπα, είναι οι ίδιες οι αξίες και οι ιδέες που δεν ευδοκίμησαν, η κουλτούρα μιας κοινωνίας, που είναι θεαματικά εχθρική στις οικολογικές αξίες, και κυρίως, ενός πολιτικού συστήματος η λειτουργία του οποίου μέχρι τώρα στηρίχθηκε σε βάσεις και συσχετισμούς, που ήσαν σταθερά αδιάφορα ή και εχθρικά για την οικολογία και το περιβάλλον.
• Τρίτον, η ένταξη της οικολογικής και περιβαλλοντικής διάστασης και της πολιτικής θα σήμαινε για την χώρα ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα. Θα σήμαινε εμπλοκή σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρύθμισης και μετασχηματισμού της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Θα αφορούσε το παραγωγικό σύστημα, το εκπαιδευτικό σύστημα, πολλές αξίες και αντιλήψεις της κοινωνίας μας, το μοντέλο κατανάλωσης, παραγωγής και επενδύσεων, τις σχέσεις με την παγκοσμιοποίηση, τα πολιτικά στερεότυπα, κάθε σχεδόν κοινωνική δραστηριότητα. Και για να μην μένω σε κάπως αφηρημένες έννοιες, ας αναφέρω ενδεικτικά μερικές μόνο λέξεις-κλειδιά: αυθαίρετα, σκουπίδια, ρύπανση, νερά, αγροτικά χημικά και υπέδαφος, τιμές ρυπογόνου ενέργειας, λιγνίτης, πρακτικές της αυτοδιοίκησης σε θέματα περιβάλλοντος, που, τελικά, όλα μπορεί να καταλήξουν σε κεραυνοβόλα καταστροφή ανθρώπινων ζωών και κόπων μιας ζωής.
• Τέταρτον, ως λογική συνέπεια των παραπάνω, η οικολογική διάσταση οδηγεί στη μαγική λέξη «σύγκρουση» με πραγματικότητες. Οι συγκρούσεις σε οικολογικά ζητήματα κινούνται πέρα από τον γνωστό ταξικό χαρακτήρα. Μπορεί να έχουν, και προφανώς έχουν, και ταξικές διαστάσεις, -και τι δεν έχει-, αλλά αυτές θα πάρουν μια διαφορετική διάσταση. Η σύγκρουση θα συντελείται στη σημερινή κοινωνία και θα αφορά την κατανομή του βάρους της προσαρμογής, αλλά κατά βάση θα αφορά τη μελλοντική ποιότητα ζωής άλλων προσώπων. Μια οικολογική πολιτική είναι βαθύτατα, και πρωτόγνωρα, αναδιανεμητική υπέρ των μελλοντικών γενεών και ευρύτερων αξιών.
Δεχθήκαμε σαν χαριτωμένο τον όρο «επαχθές χρέος», χωρίς να καταλάβουμε καν, ότι πράγματι υπάρχει ένα επαχθές χρέος, αλλά αυτό είναι το χρέος μας απέναντι στις μελλοντικές γενεές, από την αρπαγή του περιβάλλοντος που κάναμε και κάνουμε σε βάρος τους, ρητορεύοντας ανέμελα, προκειμένου να ωφεληθούμε εμείς και να μεταθέσουμε το λογαριασμό της δικής μας ευημερίας σε αυτές -για να μην αναφερθώ σε άλλες πολύ γνωστές αρπακτικές πρακτικές των γενεών μας, όπως το υπερδανεισμό ή το ασφαλιστικό, που τσάκισαν τη χώρα.
Στις επόμενες δεκαετίες, η δυναμική της κλιματικής αλλαγής και σερνάμενοι ή στάσιμοι -για να μην πω αρνητικοί- ρυθμοί μεγέθυνσης, θα δημιουργήσουν συνθήκες ανισότητες και συνεχούς κρίσης στο εσωτερικό των χωρών και μεταξύ των χωρών, που δεν θα συγκρίνονται με όσα γνωρίζουμε. Ποιες χώρες θα επηρεαστούν άμεσα και ποιες έμμεσα (μέσω π.χ. γεωγραφικών μετακινήσεων εκατομμυρίων ανθρώπων); Προφανώς, το πώς θα κατανεμηθούν όλες αυτές οι μορφές βάρους που θα προκύψουν, αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα. Ακριβώς γιατί το όφελος είναι απόμακρο, πολλές πολιτικές δυνάμεις θα παραμείνουν αδρανείς ή αποστασιοποιημένες. Πάντως, το ζήτημα είναι, ότι σε τέτοιες συνθήκες είτε η αδράνεια, είτε μια ενεργή πολιτική, οδηγούν και οι δύο σε δυναμικές, που ενέχουν εξαιρετικά σοβαρούς κινδύνους για την πορεία της χώρας και όλους τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Η οικολογική διάσταση δεν είναι μια ακόμα πολιτική που καλείται να προστεθεί σε άλλες, όπως στην εκπαιδευτική, τη βιομηχανική, τη χωροταξική, την ενεργειακή πολιτική κλπ. Είναι μια οριζόντια διάσταση, που η ίδια η υφή της, την κάνει να εμπεριέχεται στενά σε πάρα πολλές μορφές πολιτικής -αν θέλει βέβαια κανείς να τη συμπεριλάβει. Αν σημαντικά πεδία μένουν έξω από την ατζέντα της πολιτικής, έχουμε έλλειμμα πολιτικής, το οποίο πρέπει μεν να καλυφθεί, αλλά κανένας εκτός από εμάς δεν διασφαλίζει ότι αυτό θα γίνει πράγματι. Τελικά, ιστορικά σημαντική πολιτική είναι η πολιτική που κάθε φορά αντιμετωπίζει πραγματικά τις μεγάλες απειλές και κινδύνους για σημαντικά τμήματα μιας κοινωνίας, που σήμερα αφορούν και τη χώρα συνολικά.
* Ο Τάσος Γιαννίτσης, είναι ομότιμος καθηγητής, π. υπουργός