Έξω, κρύο. Πολύ κρύο. Επιτέλους, χειμώνας. Και ο νους ταξιδεύει. Σε περασμένους χειμώνες. Ιδίως, των παιδικών μας χρόνων.
Ξαναθυμούμαι τον παππού και τη γιαγιά μου. Στο χωριό. Με την ξυλόσομπα. Ή το μαγκάλι. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, γύρω από την εστία. Τις μέρες των Χριστουγέννων. Να μοιραζόμαστε αγάπη. Να αφηγούμαστε ιστορίες, να θυμούμαστε πρόσωπα και γεγονότα από τα παλιά και να γελάμε μέχρι δακρύων.
Έτσι, με την τωρινή παγωνιά, θυμήθηκα πως πολύ συχνά ο παππούς αρεσκόταν να μας διηγείται, με πολύ γλαφυρό και ζωντανό ύφος, ή αναμνήσεις του από την πολυτάραχη επαγγελματική του ζωή (: ήταν συνταξιούχος δεσμοφύλακας σε πολλές ανά την Ελλάδα φυλακές) ή ιστορίες από την αρχαία Ελλάδα ή/και την Αγία Γραφή όπως τις είχε μάθει μόνος του διαβάζοντας.
Πολλές απ’ αυτές τις ιστορίες του παππού στέκονται πάντοτε σε ξεχωριστή θέση στην ψυχή και το νου μου. Ως οδοσήμαντρα και φωτοδότες της πορείας μου, αντάμα με τις συμβουλές των γονέων μου.
Στο παρόν σημείωμα, λοιπόν, θα σας μεταφέρω, όπως τη θυμούμαι τόσα χρόνια αργότερα, εκείνην από τις αρχαιοελληνικές ιστορίες που είχε χρησιμοποιήσει ο παππούς μου, για να διδάξει στα παιδέγγονά του την αξία της φιλοπατρίας. Πρόκειται για την ιστορία του Κυναίγειρου, του ήρωα της μάχης του Μαραθώνα (490 π.Χ.), που εστάθη, πολλά χρόνια μετά το θάνατο του παππού, έμπνευση ενός θεατρικού μου έργου, το οποίο εγράφη στη μνήμη και του παππού μου και του εν λόγω γενναιόψυχου Αθηναίου πολεμιστή.
Οι Πέρσες είχαν βάλει στο μάτι τους Αθηναίους και την Αθήνα μετά τη συμμετοχή τους σε έναν προ δεκαετίας αποτυχημένο ξεσηκωμό των Ιωνικών πόλεων. Με αλαζονεία στα στήθη και με στρατό και στόλο και αρχηγούς το Δάτη και τον Αρταφέρνη εκστρατεύουν για την Ελλάδα, το 490 π.Χ. Όταν φτάνουν έξω από την Αθήνα στο Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης, ο επικεφαλής των Ελλήνων στρατιωτών, με στρατηγικά τεχνάσματα, κατανίκησε τα εχθρικά στρατεύματα.
Υποχωρώντας ντροπιασμένοι οι Πέρσες, θέλανε να μπούνε στα πλοία τους να γυρίσουν στην πατρίδα τους ή να ανασυνταχτούν ενόψει νέας επίθεσης από τη θάλασσα αυτή την φορά. Μα και γύρω από τα περσικά αραξοβόλια έγινε σκληρή μάχη, κατά την οποία ο Κυναίγειρος, ο γιος του Ευφορίωνα και ένας απ’ τα αδέλφια του ποιητή Αισχύλου, έτρεξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του να προλάβει ένα περσικό πλοίο, που είχε μέσα Πέρσες αξιωματούχους.
Αρπάζει ο Κυναίγειρος, λοιπόν, το πλοίο με το ένα του χέρι. Ένας, όμως, απ’ τους ναύτες του πλοίου, μόλις τον βλέπει, ορμά και κόβει με το σπαθί του το χέρι του Κυναίγειρου. Τότε, εκείνος, σαν παλικάρι άφοβο και ατρόμητο, κινά ν’ αρπάξει την τριήρη με τ’ άλλο του χέρι. Ο ναύτης χιμά και του κόβει και το δεύτερο χέρι. Ο γιος του Ευφορίωνα, χωρίς να λιγοψυχήσει και να χάσει το θάρρος του, αμέσως έτεινε να πιάσει το πλοίο με τα δόντια, μα ο Πέρσης έσπευσε να του κόψει και το κεφάλι με το ματοκυλισμένο σπαθί του. Εκείνη τη στιγμή ήταν και η τελευταία της ζωής του γενναίου Κυναίγειρου, που έδωσε και την ίδια του τη ζωή για τη λευτεριά της πατρίδας του.
Αυτή είναι η ιστορία του Κυναίγειρου. Και καλό θα ‘ταν, θα ‘λεγε κι ο παππούς μου, να τη θυμόμαστε καθημερινά. Ιδίως, στις μέρες εκείνες που η πατρίδα μας, το ύψιστο ιδανικό μας, κινδυνεύει να χαθεί ανεπιστρεπτί ή από ξένους «αφέντες ή/και καταχτητές» ή από ιθαγενείς αυτόκλητους «μεσσίες»…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., φιλόλογος