Ο Ανδρέας, λοιπόν, από μικρή ηλικία (όπως και πολλοί άλλοι συνομήλικοί του) μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για τον Παυλή Γύπαρη αλλά και άλλων καπεταναίων συγχωριανών του όπως υπήρξε ο Πετρομάρκος, ο Πετρονικόλας και άλλοι που πολέμησαν κατά των Τούρκων, των Βούλγαρων η των Αλβανών και κατάφεραν να απελευθερώσουν τα σκλαβωμένα ελληνικά εδάφη. Το σπουδαίο είναι ότι όλοι αυτοί οι Κρήτες Μακεδονομάχοι (από όλους τους νομούς του νησιού) πήγαν εθελοντικά και πολλοί από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή πολεμώντας για την πατρίδα. Πρόσφατα ο πολιτιστικός σύλλογος Ασή Γωνιάς βρέθηκε στην Ήπειρο όπου έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του οπλαρχηγού Μιχάλη Μελαδάκη που υπήρξε φόβος και τρόμος των Τουρκαλβανών αλλά μετά από μια γενναία μάχη έπεσε για την πατρίδα. Ο Ανδρέας λοιπόν μαζί με τα άλλα χωριανάκια του από μικρή ηλικία βοηθούσαν τους πατεράδες τους στην βοσκική κα από τα χαράματα ανέβαιναν στην μαδάρα μαζί με τους, έτσι ώστε όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη το 1941 τα παιδιά αυτά ήταν μαθημένα στη σκληραγωγία και τις κακουχίες που θα ακολουθούσαν. Ο Πέτρος Παπαδοπετράκης (καπετάν Πέτρακας) από τον πρώτο καιρό οργάνωσε αντιστασιακή ομάδα στην οποία εκτός των ανδρών συμμετείχαν περίπου 30 νεαρά παιδιά μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας.
Στη συνομιλία που είχαμε πριν λίγο καιρό και με αφορμή την μάχη της Κρήτης και την ιστορική φωτογραφία, στην οποία εικονίζεται με τον Κώστα Γύπαρη (Βλάχο), ο Ανδρέας με την σεμνότητα που τον διακρίνει μου είπε ότι άλλοι έχουν κάνει πολύ περισσότερα από μένα, εγώ όπως και άλλοι συνομήλικοί μου συμμετείχαμε στην ομάδα σαν αγγελιοφόροι, ήμουν όμως πάντα πρόθυμος σε ότι μου ζητούσαν οι μεγαλύτεροι και δεν απέφευγα ποτέ μακρινές και κουραστικές αποστολές.
Φανταστείτε όμως δεκαπεντάχρονα παιδιά όπως ο Ανδρέας Γύπαρης (Ρηγούσης), ο Γιώργης Γύπαρης (Κουργιελογιώργης), ο Νίκος Πετράκης (Νταλετζονικολής), ο Φυντριλής, ο Νικολής Γύπαρης (Μπλάζιος) και άλλοι να ξεκινούνε από την Ασή Γωνιά, να ανεβαίνουνε στο Φουρνί (κορφή πάνω από το χωριό), να περνούνε το χωριό Ασκύφου, να συνεχίζουν περνώντας το οροπέδιο της Ταύρης, του Ομαλού και διασχίζοντας επί τρεις μέρες την αφιλόξενη οροσειρά των Λευκών Ορέων να καταλήγουν στο Σέλινο, την Παλαιόχωρα, το Κουστογέρακο και ακόμα πιο πέρα κοντά στην Κίσσαμο μεταφέροντας εμπιστευτικά έγγραφα και ασύρματους. Ο αείμνηστος συγχωριανός του Γιώργης Ψυχουντάκης (Μπερτόδουλος), υπήρξε γνωστός αγγελιοφόρος, έχει γράψει μάλιστα το σπουδαίο βιβλίο «Κρητικός Μαντατοφόρος» που εξεδόθη και σε άλλες γλώσσες. Ο Ψυχουντάκης είχε αναλάβει την μεταφορά εγγράφων κυρίως προς τον νομό Ρεθύμνου και τις επαρχίες Αγ. Βασιλείου και Αμαρίου. Υπήρξε σύνδεσμος των Άγγλων αξιωματικών, που έδρασαν στην Κατοχή μετά όμως από την απελευθέρωση οι Γερμανοί, παρόλο που τους είχε πολεμήσει του έδωσαν δουλειά στο στρατιωτικό νεκροταφείο στο Μάλεμε. Το έτος 1943 μου αφηγήθηκε ο Ανδρέας ότι πήγαινε συχνά (πάντα πεζός από τις κορφές για να αποφεύγει τα μπλόκα) στον Αρεβίτη, ένα μετόχι πάνω από το χωριό Βαφές στον Αποκόρωνα, όπου σε μια σπηλιά τύπωναν οι αντιστασιακοί μια εφημερίδα με όνομα «Ελεύθερη Κρήτη». Σε μια αποστολή έξω από το χωριό Αλίκαμπος βρέθηκε πολύ κοντά σε μια ομάδα πάνοπλων Γερμανών και τον έσωσε η εκπληκτική του ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση, διότι τον πέρασαν για βοσκάκι, ενώ αυτός ήταν οπλισμένος και αν το έπιαναν θα τον εκτελούσαν επί τόπου. Ο ίδιος κατάλαβε τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεξε, αφού πέρασε το μπλόκο και επιταχύνοντας το περπάτημα στην αρχή τρέχοντας στη συνέχεια (τα πόδια μου ένιωσα να φτάνουν στα αφτιά μου είπε χαρακτηριστικά) έφτασε έξω από το χωριό Εμπρόσνιερος, όπου κατάκοπος και διψασμένος βρήκε δροσερό νερό και έβρεξε τα χείλη του ευχαριστώντας τον Θεό για την καλή του τύχη. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκε στη ζωή του, μου αφηγήθηκε χαρακτηρίστηκα, ενώ κατάλαβα ότι η σκέψη του γύριζε πίσω στα πέτρινα αυτά χρόνια. Θυμάται με συγκίνηση το περιστατικό όταν το 1942 ο Σούμπερτ ντυμένος με στολή Εγγλέζου αξιωματικού με ένα ντόπιο προδότη που τον είχαν αποφυλακίσει οι Γερμανοί ανέβηκαν στην μαδάρα και συνέλεγαν πληροφορίες για τα κρησφύγετα των ανταρτών και των Εγγλέζων κατασκόπων. Ο Μάρκος Γύπαρης (Μπλαζιος) πίστεψε τον προδότη, με τον οποίον είχε μια γνωριμία στο παρελθόν και αποκάλυψε ότι εκεί κοντά υπήρχαν αντάρτες και Εγγλέζοι. Ο Σούμπερτ τότε προτείνοντας το όπλο του ζήτησε να αποκαλύψει ακριβώς το σημείο, ο Μάρκος όμως κατάλαβε την παγίδα που του έστησαν και προσπάθησε να αντιδράσει με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί. Θυμάται επίσης με συγκίνηση τον συνταγματάρχη Ανδρέα Σταυρουλάκη, που υπήρξε άριστος πατριώτης, κηρύσσοντας την έναρξη της αντίστασης στην Κρήτη από την τοποθεσία Βουρβουρέ στον δρόμο από την Ασή Γωνιά στον Καλλικράτη και υπήρξε υπασπιστής του στρατηγού Πλαστήρα, καθώς επίσης τον σπουδαίο πατριώτη Χριστόφορο Σταυρουλάκη, μετέπειτα ιδρυτή του Λαογραφικού Συλλόγου. Σχετικά με την διαμάχη που υπήρξε στην υπόλοιπη Ελλάδα μεταξύ του ΕΑΜ και ΕΛΛΑΣ και που τελικά οδήγησε στον εμφύλιο, ο Ανδρέας λέει ότι στην Κρήτη η σωστή κρίση των καπεταναίων και οπλαρχηγών υπήρξε η σημαντική αιτία στην αποφυγή εμφυλίου στην Κρήτη, παρόλο που δεν έλειψαν κάποια θλιβερά περιστατικά. Όταν η κουβέντα αναφέρεται στον αείμνηστο καπετάνιο και θείο του Παυλή Γύπαρη τα μάτια του βουρκώνουν, διότι όπως μου αφηγείται υπήρξε αληθινός πατριώτης και προτίμησε να μην κάνει ο ίδιος οικογένεια, να αφιερώσει όλη του τη ζωή στην υπηρεσία της πατρίδας και να βοηθήσει πολλούς συγγενείς του και συγχωριανούς του που είχαν ανάγκη. Ο Ανδρέας κατατάχτηκε στο σώμα της Χωροφυλακής μετά την απελευθέρωση και υπηρέτησε πιστά για μια τριαντακονταετία. Παντρεύτηκε την Μαρία Κυριακάκη, έχουν τρία παιδιά τον Σήφη, τον Γιώργη και την Άννα, έχουν εγγόνια και ζούνε μια ήρεμη ζωή στο Ρέθυμνο. Δεν παραλείπει με την πρώτη ευκαιρία να επισκέπτεται το χωριό, να σμίγει με φίλους και συγγενείς του απολαμβάνοντας την εκτίμηση των συγχωριανών του. Σήμερα σε ηλικία 88 ετών ανησυχεί για το μέλλον της χώρας μας, διότι πιστεύει ότι ο πατριωτισμός μειώνεται, τα σκάνδαλα και οι ατασθαλίες αυξάνονται και με την κρίση που περνά ο τόπος οι ένοπλες δυνάμεις αποδυναμώνονται.
Η σημερινή νεολαία στην πλειοψηφία της είναι καλομαθημένη μεν όσον αφορά τις δυσκολίες της ζωής, απογοητευμένη δε όσον αφορά το πολιτικό μας σύστημα, πράγμα που την οδηγεί στο εξωτερικό προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Εύχεται να ανατραπούν τα πράγματα και οι Έλληνες να στηρίξουν περισσότερο την πατρίδα αλλά να τους στηρίξει και αυτή. Αυτός όπως δηλώνει το καθήκον του προς την πατρίδα το έκανε, ας κάνουν το ίδιο και οι νεότεροι. Κλείνοντας του αφιερώνω μια μαντινάδα με όλο τον σεβασμό μου και την εκτίμησή μου στο πρόσωπό του:
« Η κοινωνία σου ‘θεκε παράσημα στο μπέτη
γιατί ‘καμες το χρέος σου στον τόπο όπως πρέπει».
(Σιμισακογιώργης)