Κύριοι τις κορυφής των παραπάνω αυτοδιοικήσεων.
Ονομάζομαι Αδάμης Παπαδάκης. Αυτές τις μέρες το όνομά μου είναι πάλι επίκαιρο λόγο των εκδηλώσεων μνήμης του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου. Έχω γεννηθεί και κατοικώ στο χωριό Πίκρι. Η πολιτεία με τίμησε μαζί με τον συγχωριανό μου Ανδρέα Μπιρίκο, με ένα σπουδαίο ηρώο ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μας στην πατρίδα, ιδιαίτερα για τη συμμετοχή μας στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.
Δυστυχώς παρά τις παρεμβάσεις με έγγραφα των κατοίκων του χωριού μας, με περιεχόμενο την παράκληση να προγραμματίζετε και σε εμάς επιμνημόσυνη (ανέξοδη) δέηση, όπως και σε άλλους αγωνιστές της αποφράδας ημερομηνίας του ολοκαυτώματος 8-11-1866 δεν το προγραμματίζετε. Μήπως αυτό λέγεται παράβαση καθήκοντος; Πάμε παρακάτω:
Γνωρίζετε ότι η Κομισιόν προειδοποίησε την Ελλάδα για παραπομπή στο ευρωπαϊκό δικαστήριο για την καλύτερη διαχείριση των κινδύνων από τις πλημμύρες.
Σας υπενθυμίζω ότι σ’ αυτό το χωριουδάκι που γεννήθηκα που είναι κτισμένο μέσα στον αρκαδιώτικο ποταμό, που όσες φορές φουσκώνει κινδυνεύει να το πάρει και να το πάει στη θάλασσα.
Αν δεν έχετε έρθει στο χωριό μας, σας προσκαλούμε να έρθετε. Έχομε καλό κρασί, καλό μεζέ και καλή καρδιά. Να πιούμε ένα ποτήρι και να θυμηθούμε την ιστορία του μινωικού χωριού μας.
Να δείτε μινωικά κτίσματα, να δείτε τα ενετικά κτίσματα, να δείτε μια επιγραφή που λέει πως, εδώ είναι δεκτοί όλοι οι καλοί άνθρωποι.
Να δείτε τις βενετσιάνικες καμάρες του, κάτω από αυτές ν’ ακούσετε το νερό που τρέχει και τα πουλιά που κελαηδούν ακόμη.
Και να μάθετε πώς ως τις αρχές του αιώνα που πέρασε ήμαστε το πρώτο βιομηχανικό χωριό της Ευρώπης.
Είχαμε δεκαεννιά νερόμυλους και σ’ αυτούς άλεσαν το κριθάρι και το στάρι τους το Ρέθεμνος, τ’ Αμάρι και ο Μυλοπόταμος.
Αν έχετε ακουστά το όνομά μου εγώ ήμουν ο ταχυδρόμος του Ηγουμένου Γαβριήλ, όταν οι Τούρκοι πολιορκούσαν κι έκαψαν τ’ Αρκάδι.
Εγώ πήγαινα τα γράμματα του Γούμενου, στον Κορωναίο και στους άλλους και γω ξανάμπαινα στο τουρκοζωζμένο μοναστήρι και του έφερνα τα μηνύματα και βγήκα τρείς φορές από το μοναστήρι και ξανά μπήκα μέσα τρείς φορές.
Ένας άλλος ταχυδρόμος εβγήκε μια φορά αλλά δεν αποφάσισε να ξαναγυρίσει μέσα.
Εγώ έλεγα «Αδάμ, εσύ πρέπει να γυρίζεις κάθε φορά μέσα στο μοναστήρι γιατί αν δεν αντισταθείς και αν δεν σφαχτής στην τράπεζα, ελευθερία δεν θα δούμε». Κι ας έλεγε ο Κορωναίος πως αυτός δεν μπαίνει μέσα γιατί θα σφαχτεί τζάμπα. Κι έμεινε έξω από το μοναστήρι.
Εμείς όμως έτσι είχαμε αποφασίσει νε λευτερωθούμε. Για να μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα και να ψηφίζουμε ελεύθερα.
Και σφαχτήκαμε και καήκαμε εκατοντάδες μέσα στο μοναστήρι.
Για να μη τα πολυλογώ, εγώ γλίτωσα και δεν έχω κανένα παράπονο που κανείς δεν με θυμάται πια.
Το παράπονό μου είναι στον Καλλικράτη, τον 5ο αιώνα π.χ. ο οποίος συνεργάστηκε με τον Ικτίνο στην ανοικοδόμηση του Παρθενώνα.
Δεν επρόβλεψε να συνενώσει και το χωριό μου στον νέο Καλλικρατικό δήμο.
Οι χωριανοί μου πληρώνουν φόρους στην ύδρευση, στην άδρευση, στον ηλεκτρισμό, στον Ε.Ν.Φ.Ι.Α. έχουν δικαίωμα ΣΑΤΑΣ, αλλά η ατυχία του είναι ότι ο Καλλικράτης δεν ξέρει που είναι το χωριό.
Στεναχωριέμαι γιατί το δάσος έχει γίνει ένα με το χωριό, ο ποταμός δες φαίνεται καθόλου, γιατί έχει να διευθετηθεί από την εποχή του καποδιστριακού δήμου, σε μία πυρκαγιά ή σε μια μεγάλη νεροποντή είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τι μπορεί να συμβεί.
Ίσως κάποιοι που θα διαβάσουν τα παράπονά μου να δυσανασχετήσουν, ξέρουν όμως ότι, η αλήθεια δεν ντρέπεται.
Αχ καημένε Μακρυγιάννη, να ‘ξερες γιατί τσάκιζες το χέρι σου, εμείς τσακίσαμε τις κεφαλές μας στ’ Αρκάδι, για να χορεύουν στη ράχη μας οι άνθρωποι της εξουσίας.
Σας χαιρετώ, Αδάμης Παπαδάκης
Διασκευή, σύνταξη κειμένου Κωνσταντίνος Μπιρικάκης