Το 2019 επιφυλάσσει στη χώρα μας τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Η κατάσταση στην οποία αντικρίζουν καθημερινά οι πολίτες το κοινοβούλιο και τη χώρα, τους κάνει σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις να επιζητούν έστω και λίγους μήνες πριν τη συνταγματική λήξη της κυβερνητικής θητείας, πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Η επιλογή του χρόνου διεξαγωγής των εθνικών εκλογών δεν έχει να κάνει τόσο με την απροθυμία του κυβερνώντος κόμματος να εγκαταλείψει την εξουσία ή με την επιθυμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να την αναλάβει. Ανεξάρτητα από τους συνήθεις κομματικούς ανταγωνισμούς, η χώρα χρειάζεται εκλογές για διάφορους λόγους. Αν θέλαμε να το αποτυπώσουμε με τρεις φράσεις, η ανάγκη για άμεση διενέργεια εθνικών εκλογών πηγάζει από τρεις παράγοντες: Είναι ζήτημα α) δημοκρατικής νομιμοποίησης β) οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης γ) χρονικού πλαισίου.
Το πρώτο αφορά την αντιμετώπιση του ελλείμματος αντιπροσώπευσης που χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή το υπάρχον κοινοβούλιο. Με μια οριακή κυβερνητική, αλλά όχι κομματική πλειοψηφία, με βουλευτές να βρίσκονται ταυτόχρονα σε δύο κοινοβουλευτικές ομάδες, με βουλευτές που εκλέχθηκαν με συγκεκριμένες θέσεις να ψηφίζουν ενάντια τόσο σε αυτές, όσο και στη θέληση των ψηφοφόρων που κλήθηκαν να εκπροσωπήσουν, με βουλευτές να ανταλλάσουν ψήφους και συνειδήσεις για αξιώματα, με μια κοινοβουλευτική λειτουργία σε ρυθμούς γκαζόζας και χαλασμένων αυτοκινήτων, κάθε μέρα που περνάει ένας θεσμός, πυλώνας της δημοκρατίας, εκφυλίζεται όλο και περισσότερο.
Δεύτερον, για να αποφευχθεί μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος με τα γνωστά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ανεύθυνα έως καταστροφικά χαρακτηριστικά. Την ψηφοθηρική παροχολογία που πολλές φορές υποσκάπτει οικονομικά την επόμενη μέρα, το αβέβαιο κλίμα που εμποδίζει ανάπτυξη και επενδύσεις, την οικονομική και διοικητική στασιμότητα του κράτους. Παράλληλα, μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδος δεν επιτρέπει στη χώρα να προετοιμαστεί για τις πολλές και μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το προσεχές χρονικό διάστημα.
Ο τρίτος και ίσως σημαντικότερος παράγοντας, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η άνοιξη μας επιφυλάσσει δύο ακόμη κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις. Από τη μία οι αυτοδιοικητικές εκλογές με πολλά και σημαντικά ζητήματα για τα προβλήματα στις τοπικές κοινωνίες των δήμων και των περιφερειών. Από την άλλη έχουμε την διεξαγωγή των κρισιμότερων ίσως ευρωεκλογών στην ιστορία του θεσμού. Ευρωεκλογές που μας αφορούν όλους, που θα καθορίσουν το μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης και με διαφαινόμενες σημαντικές αλλαγές στους συσχετισμούς των κομματικών ομάδων του ευρωκοινοβουλίου να είναι προ των πυλών. Με τη χώρα αυτή τη στιγμή να βρίσκεται σε μια βαθιά πολωμένη άτυπη προεκλογική περίοδο, τα μεγάλα διακυβεύματα των αυτοδιοικητικών και ευρωπαϊκών εκλογών δεν φωτίζονται επαρκώς, καλυμμένα υπό την σκιά του κομματικού ανταγωνισμού των εθνικών εκλογών. Όπως έχουμε ξαναδεί και στο παρελθόν, οι περιφερειακές και κυρίως οι ευρωεκλογές θα λειτουργήσουν ως όχημα επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας της κυβέρνησης και των υπόλοιπων κομμάτων, επισκιάζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα σημαντικά ζητήματα που η κάθε εκλογική αναμέτρηση περιλαμβάνει. Ήδη εδώ και μήνες θα έπρεπε να συζητάμε και να ασχολούμαστε με αυτά, παρόλα αυτά ο δημόσιος διάλογος λαμβάνει χώρα σχεδόν αποκλειστικά με φόντο τις εθνικές εκλογές.
Είναι φυσικό προς το τέλος της θητείας της μια κυβέρνηση που χάνει την εξουσία να μην θέλει εκλογές, όπως και μια αντιπολίτευση που τις κερδίζει να τις ζητά επίμονα. Όμως επειδή πέρα από το δέντρο υπάρχει και ένα δάσος, πρέπει άμεσα να αποκατασταθεί στη χώρα η πολιτική, κοινωνική και οικονομική κανονικότητα. Σε διαφορετική περίπτωση, οι επιπτώσεις για μια ακόμη φορά θα είναι δυσάρεστες για τη χώρα μας. Επιπτώσεις που θα φανούν σύντομα, όχι μόνο για όσους αρνούνται πεισματικά να κοιτάξουν κατάματα την πραγματικότητα, αλλά για όλους μας.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – Απόφοιτος του τμήματος πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης