Του ΘΗΣΕΑ ΤΣΙΑΤΣΙΚΑ
«Χρειάζεται χρόνος πολύς
να ταραχτούν τα εντός σου νερά.
Τα αβαθή ταράζονται εύκολα».
Το δημιουργό της ποιητικής συλλογής, στοιχεία της προσωπικής αναγνωστικής προσόδου που αποκόμισα από αυτήν και θα προσπαθήσω μοιραστώ μαζί σας στη συνέχεια, δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Είχα ωστόσο την καλή τύχη να έρθω σε επαφή με την ποίησή του πριν από μερικά χρόνια, όταν φίλος γκαρδιακός από τα φοιτητικά μας χρόνια, «φανατικός για γράμματα» -για να παραφράσω ελαφρά τον Καβάφη- μου έστειλε την ποιητική σύνθεση του Ηλία Τσιμπλή «Άναρχος λόγος – Ωγύγιος ωδή στην ελευθερία». Πρόκειται για μια εμπνευσμένη ποιητική μετουσίωση του περιεχομένου του δίσκου της Φαιστού, στην οποία, ενώ σε επίπεδο επιφάνειας κυριαρχεί η μινωική Κρήτη με τα θαυμάσια τοπία και τους λατρευτικούς χώρους μέσα από μια τολμηρή μυθοπλασία, στη βαθιά της δομή, με τρόπο συνταρακτικό μπαίνει το αιώνιο πρόβλημα της Ελευθερίας αντιστικτικά προς την έννοια της Ανάγκης τόσο στην ανθρώπινη όσο και στην κοσμολογική της διάσταση.
Ξεκινώντας το δύσκολο εγχείρημα να αναφερθώ στα αποτελέσματα της αναγνωστικής μου περιπέτειας, στο δικό μου ταξίδι στον ποιητικό κόσμο που δημιούργησε με τα 53 ποιήματα της νέας του συλλογής ο ποιητής, θεωρώ επιβεβλημένο και χρήσιμο να αναφερθώ στη μέθοδο που ακολούθησα, την ενδοκειμενική δηλαδή προσέγγιση. Αυτό σημαίνει ότι προσπάθησα να στηριχτώ μόνο σε όσα σημαίνονται ή συνυποδηλώνονται από τα ποιητικά κείμενα, τα συγκείμενα και τα διακείμενά τους, αφήνοντας απέξω εξωκειμενικά στοιχεία ερμηνείας που προκύπτουν από ιστορικές, βιογραφικές πληροφορίες, ενδεχόμενα αυτοσχόλια και ψυχολογικές προσεγγίσεις του δημιουργού. Φυσικά αυτός είναι ένας μόνο από τους πολλούς τρόπους αναγνωστικής προσέγγισης που μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει. Επειδή δε στην αναγνωστική διαδικασία ο κάθε αναγνώστης, ιδιαίτερα αυτός που χαρακτηρίζουμε επαρκή, προσέρχεται με το δικό του ορίζοντα εμπειριών, ιστορικών, αναγνωστικών και βιωματικών, αλλά και τις προσωπικές του ευαισθησίες, είναι αναμενόμενο να υπάρχουν και διαφορετικές ερμηνείες. Κατά συνέπεια, όσα με συντομία και αφαιρετική γενίκευση θα αναφερθούν δεν διεκδικούν κανενός είδους αποκλειστικότητα, και δεν ακυρώνουν διαφορετικές ερμηνευτικές απόψεις.
Αν και δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσεις την ποίηση ξεκινώντας με την προσπάθεια εκλογίκευσης του περιεχομένου της, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μια ποίηση με μοντέρνα γραφή και πολύτροπη συνειρμική σύνδεση, με πυκνή διακειμενικότητα, άμεση ή διαμεσολαβημένη, που ξεκινάει από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, διατρέχει την προσωκρατική κοσμολογική – οντολογική φιλοσοφία, την πολύπλευρη πνευματική κορύφωση των κλασσικών χρόνων και φτάνει ως τις μέρες μας, θέτοντας τα αιώνια υπαρξιακά προβλήματα και τα ηθικά και αξιακά αιτήματα «παντός καιρού», νομίζω ότι μεθοδολογικά είναι ο προσφορότερος στην περίπτωσή μας.
Βασικός θεματικός άξονας που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διαπερνά κάθετα το σύνολο του ποιητικού σώματος της συλλογής ως απόλυτη αξία και μέγιστο διαρκές ζητούμενο και αγώνισμα είναι η Ελευθερία σε ολόκληρο το σημασιολογικό της εύρος.
Στο κοσμολογικό επίπεδο σημαίνει τον αγώνα του ανθρώπου να κατανοήσει το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζει, να απαλλαγεί από το σκοτάδι της άγνοιας και τους φόβους των φυσικών δυνάμεων που τον υπερβαίνουν και να υπερνικήσει τη δύναμη της Ανάγκης. Οδηγούμαστε έτσι από τον ποιητή στις απαρχές της προσπάθειας επιστημονικής ερμηνείας του κόσμου που ο ίδιος τις εντοπίζει στον Όμηρο και τον Ησίοδο, αν και η μυθολογική εξήγηση είναι ακόμα κυρίαρχη. Περνά στη συνέχεια στους κατεξοχήν θεμελιωτές της επιστημονικής παρατήρησης της φύσης και της θεωρητικής αναζήτησης της κοσμογένεσης με αναγωγή στην πρωταρχική ενοποιητική ουσία που συνέχει το σύμπαν. Εκτός από την ευθεία αναφορά στον Ηράκλειτο, τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη και άλλους, πολυάριθμες είναι οι έμμεσες παραπομπές σε απόψεις που έχουν την καταγωγή τους στους προσωκρατικούς Ίωνες φιλοσόφους.
Στο αξιακό σύστημα που συγκροτείται μέσα από τα ποιήματα της συλλογής και σημασιοδοτεί το περιεχόμενό της η Ελευθερία βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας. Αποτελεί προϋπόθεση για μια σειρά από αξίες, όπως ο αυτοσεβασμός, η αξιοπρέπεια, η διαρκής προσπάθεια για την υπαρξιακή νοηματοδότηση και την ηθική τελείωση της προσωπικότητας που εμπεριέχεται στην έννοια του «καλού καγαθού» ανθρώπου. Είναι όμως και βασικό προαπαιτούμενο για την ύπαρξη της δίκαιης κοινωνίας, μέσα στην οποία το άτομο βρίσκει την ολοκλήρωσή του.
Σε όλες της τις εκφάνσεις η Ελευθερία δεν αντιμετωπίζεται με τρόπο στατικό και ως κάτι δεδομένο ή σταθερό μετά την απόκτησή της… Αντίθετα προϋποθέτει μια συνείδηση άγρυπνη και μια διαρκή πάλη τόσο σε επίπεδο υπαρξιακό όσο και στην κοινωνικοπολιτική της διάσταση, γιατί και στις δυο περιπτώσεις αντίρροπες δυνάμεις την αντιμάχονται μέσα στη διαρκή ροή των πάντων, κατά την ηρακλείτεια αντίληψη.
Υπάρχουν ματαιώσεις προσδοκιών, ατελέσφορες προσπάθειες, απογοητεύσεις μερικές φορές, ολέθριες «ανάπαυλες» άλλοτε, παγιδεύσεις σε ψευδαισθήσεις ελευθερίας και φαλκιδευμένης της βαθύτερης ουσίας ειρήνης κάποτε.
Ωστόσο το «ταξίδι ο δρόμος» συνεχίζεται. Και είναι καιρός να περάσουμε στην αναζήτηση εκείνων των στοιχείων, η ύπαρξη των οποίων προσδιορίζει γενικά ένα κείμενο ως ποιητικό, αντιδιαστέλλοντάς το από τα άλλα είδη του γραπτού και προφορικού λόγου, και αποτελεί αυτό που αποκαλούμε ποιητικότητα και είναι η πεμπτουσία της ποίησης, η οποία δεν είναι ούτε ιστορία, ούτε φιλοσοφία, ούτε ψυχολογία και κοινωνιολογία. Γιατί ο τρόπος προσέγγισης των θεμάτων της είναι τελείως διαφορετικός, όπως διαφορετική είναι και λειτουργία της ποιητικής γλώσσας από την καταδηλωτική λειτουργία της στην καθημερινή επικοινωνία ή στην επιστήμη. Αυτό όμως είναι ένα γενικότερο θέμα της θεωρίας της λογοτεχνίας, από όπου θα δανειστούμε απλά κάποια εργαλεία για να κατανοήσουμε το είδος και την ποιότητα της ποίησης του Ηλία Τσιμπλή, επικεντρώνοντας την προσπάθειά μας στα στοιχεία που συνιστούν την ποιητική ιδιοπροσωπία του και την αναγνωρισιμότητα του έργου του.
Η ποιητική γραφή του στην συλλογή που μας απασχολεί επιβεβαιώνει την αφομοίωση των καλύτερων επιτευγμάτων του μοντερνισμού, τόσο στους τολμηρούς συνδυασμούς των λέξεων όσο και στην συχνά ανατρεπτική συντακτική δομή και τη συνειρμική νοηματική σύνδεση. Χρησιμοποιεί σε μεγάλη έκταση και με τρόπο ευρηματικό τη διακειμενικότητα, εμπλουτίζεται έτσι και διευρύνοντας το νοηματικό περιεχόμενο των ποιημάτων του με συνυποδηλώσεις που αυξάνουν την πολυσημία του ποιητικού μηνύματος. Ο υπαινικτικός λόγος και η ασυνέχεια και αποσπασματικότητα της αφήγησης προσδίδουν στα ποιήματά του κάποια ηθελημένη σκοτεινότητα, δημιουργό σε μεγάλο βαθμό μιας ιδιότυπης αμφισημίας χρησμολογικού σχεδόν χαρακτήρα που, με τη σειρά της, ασκεί στον αναγνώστη ακατανίκητη γοητεία, ενώ συγχρόνως τον προ(σ)καλεί σε ενεργό συμμετοχή για την ολοκλήρωση του ποιητικού μηνύματος.
Ένα άλλο γνώρισμα της ποιητικότητάς του είναι η συχνή χρήση λέξεων – συμβόλων ή η συμβολοποίησή τους με τη μέθοδο της επαναληπτικής χρήσης τους. Αυτό ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό και από την ελευθερία με την οποία επιλέγει λέξεις και φράσεις από όλο το φάσμα της μακραίωνης ελληνικής γλώσσας. Η χρήση μάλιστα αυτούσιων εμβληματικών φράσεων, όπως, για παράδειγμα, το ομηρικό διακείμενο «Τέτλαθι δη, κραδίη», σε δυο μάλιστα ποιήματα, διευρύνει αφάνταστα το ποιητικό μήνυμα, ιδιαίτερα για τον αναγνώστη που γνωρίζει το αρχαίο συγκείμενο και τη φοβερή διαπάλη ανάμεσα στο θυμικό και τη λογική που συγκλονίζει τον ομηρικό Οδυσσέα. Άλλοτε αντικείμενα, όπως κίονες και αρχαία μάρμαρα, ιεροί τόποι και πρόσωπα μιας πανάρχαιης και συχνά μυστικιστικής τελετουργίας, λειτουργούν ως σύμβολα τροχειοδεικτικά προς κάποια αθέατη πλευρά των πραγμάτων νοηματοδοτώντας ανάλογα και την αναγνωστική πρόσληψη του αναγνώστη…
Αυτό όμως που διαμορφώνει καθοριστικά την ιδιαιτερότητα και την αναγνωρισιμότητα της ποίησης του Ηλία Τσιμπλή είναι η δομή των ποιημάτων του.
Κυρίαρχη μορφή είναι η αφήγηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ποίημα έχει τη μορφή μιας μικρής ιστορίας, όπου υπάρχει ένας αφηγητής και ένα πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που δρουν, αντιδρούν ή απλά βιώνουν μια κατάσταση… Σε κάποια από τα ποιήματα ο αφηγητής ταυτίζεται με το πρόσωπο που δρα, ενώ σε άλλα όχι. Έτσι η αφήγηση γίνεται σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο. Πέρα από τα πρόσωπα, απαραίτητα στοιχεία της αφηγηματικής δομής είναι ο Χρόνος και ο Τόπος.
Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται ο ποιητής αυτούς τους δυο βασικούς παράγοντες προσδιορίζει αποφασιστικά το ποιητικό αποτέλεσμα και την ποιότητά του. Στην περίπτωσή μας ο χρόνος παραμένει απροσδιόριστος. Σίγουρα πρόκειται για κάποιο παρελθόν που μπορεί να είναι πολύ πρόσφατο ή και απώτατο. Κατά κανόνα είναι νύχτα και η δράση παρουσιάζεται σαν μια πορεία, συχνά ανηφορική και δύσκολη. Τα τοπία πάλι έχουν μια αφαιρετική αοριστία. Αν τώρα λάβουμε υπόψη μας την αποσπασματικότητα της αφήγησης, που θυμίζει αρκετά κινηματογραφική τεχνική και δημιουργεί την αίσθηση ονείρου, όπου χρόνοι και καταστάσεις συγχέονται και η λογική συνέπεια συχνά απουσιάζει, θα βοηθηθούμε να εξηγήσουμε σε ικανοποιητικό βαθμό αυτή την παράξενη αλλά γνήσια ποιητική απόλαυση που αποκομίζουμε διαβάζοντας τα ποιήματα Ηλία Τσιμπλή. Ο ποιητής μας δεν αναπαριστά απλά αυτό που κοινά ονομάζουμε πραγματικότητα αλλά δημιουργεί μια νέα δική του θέαση του κόσμου εισχωρώντας βαθιά στην αθέατη πλευρά του.
Συμπερασματικά: Η ποίηση του Ηλία Τσιμπλή «ταράζει βαθιά νερά». Δεν μας χαρίζει μόνο μιαν αναμφισβήτητη λογοτεχνική απόλαυση, που δεν είναι λίγο κι αυτό, αλλά μας κάνει να ξανασκεφτούμε πάνω σε κατεστημένες απόψεις και βολικές παραδοχές, να προβληματιστούμε και, ίσως, να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν. Γιατί, -όπως εγώ τουλάχιστον το εισπράττω- η ποίησή του έχει αφετηρία της το παρόν και τον σύγχρονο άνθρωπο αντιμέτωπο με τα αιώνια υπαρξιακά και ηθικά προβλήματα. Με τη θεματική της όμως από την αρχαιότητα και την πλούσια διακειμενικότητα, αποκτά αυτή τη διαχρονικότητα τη διαποτισμένη από την ελληνική φιλοσοφική θέαση και μελέτη του κόσμου.
Ο Dr Ηλίας Τσιμπλής είναι Ειδικός Παθολόγος που ζει και εργάζεται στην Κυπαρισσία. Δόκιμος ποιητής, έχει εκδώσει από το 1992 μέχρι σήμερα επτά βιβλία.