Κάθε έγκριτη στατιστική μελέτη οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών μεγεθών είναι χρήσιμη και μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τον εαυτό μας όσο και τον υπόλοιπο κόσμο. Αξίζει να σχολιάσουμε και να προβληματιστούμε ως χώρα και πολίτες, πάνω σε δύο πρόσφατες έρευνες που ανακοινώθηκαν από την Eurostat. Στη μια η Ελλάδα είναι ουραγός, ενώ στην άλλη πρωταθλήτρια.
Η πρώτη αφορά την τελευταία θέση, και μάλιστα με διαφορά, που καταγράφει η Ελλάδα στην Ευρώπη όσο αφορά την ίδρυση νέων επιχειρήσεων. Την ώρα που η πρώην «μνημονιακή» Πορτογαλία με ποσοστό 15,6% βρίσκεται αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που αφορά τον αριθμό των νεοσύστατων επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (9,8%), η Ελλάδα κατατάσσεται και πάλι τελευταία με το θλιβερό ποσοστό του 4,5%. Αυτό δυστυχώς δεν είναι κάτι που εκπλήσσει. Έχουμε συνηθίσει την χώρα μας να καταγράφει αρνητικά ρεκόρ και θέσεις σε διάφορους τομείς οικονομικών και κοινωνικών μεγεθών. Δυστυχώς είναι ζητήματα που εδώ και χρόνια έχουν αναλωθεί σε αμέτρητες συζητήσεις, μετρήσεις, αναλύσεις, αλλά σχεδόν ποτέ σε εφαρμόσιμες λύσεις.
Η δεύτερη μελέτη αφορά μια από τις πρωτιές της χώρας μας. Στη συγκριτική μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ έρευνα που αφορά τους περιβαλλοντικούς φόρους, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη θέση (πίσω από τη Λετονία) με ποσοστό περιβαλλοντικών φόρων 10,2% επί των συνολικών εσόδων από φόρους και κοινωνικές εισφορές. Τα έσοδα της χώρας μας από τους περιβαλλοντικούς φόρους ανέρχονται στα 5,7 δις ευρώ. Ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσο όρος εδώ βρίσκεται στο 6,1%. Από μόνο του αυτό δεν είναι κάτι κακό. Η λογική λέει ότι με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φόρων για το περιβάλλον, η Ελλάδα θα είναι μια χώρα όπου εφαρμόζεται μια αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία και γενικά έχει την προστασία του περιβάλλοντος στην πρώτη γραμμή των δημόσιων πολιτικών της. Η ελληνική πραγματικότητα όμως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, έρχεται να διαψεύσει την λογική. Ας δούμε ορισμένα διαφωτιστικά επίσημα στοιχεία.
Παρά το σημαντικό περιορισμό του τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως λόγω της υποχρέωσης εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, το πιο ρυπογόνο καύσιμο στον πλανήτη, ο λιγνίτης, εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος για περισσότερο από το 30% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της χώρας μας. Η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει τη θλιβερή πρωτιά στις υποθέσεις μη συμμόρφωσης με αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου, οι οποίες πλέον ανέρχονται σε 11, ενώ βρίσκεται στη δεύτερη θέση στη λίστα με τις χώρες που διατηρούν ανοιχτές υποθέσεις παραβίασης του περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ, αριθμώντας 27 υποθέσεις. Οι παραβάσεις εντοπίζονται κυρίως στην παράνομη απόρριψη και επικίνδυνη διαχείριση αποβλήτων, με την Ελλάδα να διατηρεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ως προς τα απόβλητα που καταλήγουν σε ΧΑΔΑ (Χώροι Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Απορριμμάτων), καταβάλλοντας έως τώρα περισσότερα από 100 εκατομμύρια ευρώ σε πρόστιμα. Παράλληλα, σταθερά στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ παραμένει η Ελλάδα και στην ανακύκλωση. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι ποσοστό 78% των εσόδων περιβαλλοντικού χαρακτήρα στον κρατικό προϋπολογισμό 2018, προέρχονται από τακτοποίηση παρανομιών.
Το παρόν άρθρο δεν έχει οικολογικό χαρακτήρα αλλά πολιτικό. Το παράδειγμα της αντίφασης του πρωταθλητισμού στους φόρους για το περιβάλλον με την πρακτική απουσία προστασίας αυτού, γίνεται για να τονιστεί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το ελληνικό κράτος. Ένα ακόρεστο κράτος που βάζει το χέρι στην τσέπη των πολιτών ακόμα και σε τομείς που οι φόροι αυτοί δεν έχουν καμία ανταποδοτικότητα. Που ακόμα και οι θετικοί μέχρι ένα βαθμό φόροι, μετατρέπονται σε επιδόματα εξαγοράς ψήφων και διορισμούς ημετέρων. Και η σύντομη αναφορά στο πρώτο παράδειγμα γίνεται για να τονιστεί το σύνηθες φαινόμενο, το κράτος μας να είναι τελευταίο στα θετικά και πρώτο στα αρνητικά. Και δυστυχώς υπάρχουν πολλά ακόμη παρόμοια παραδείγματα.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – Απόφοιτος του τμήματος πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης