Σε πρόσφατο δημοσίευμα της Βρετανικής Guardian, ένα δίκτυο πολιτικών επιστημόνων ανέλυσε τα κείμενα τουλάχιστον δύο προεκλογικών ομιλιών, αριστερών και δεξιών πολιτικών, δίνοντας βάση στην έκταση της ρητορικής του λαϊκισμού που περιέχονταν σε αυτές. Στην αριστερή πτέρυγα πρωταθλητής στον λαϊκισμό αναδείχθηκε ο Αλέξης Τσίπρας, αφήνοντας πίσω του μέχρι και τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο. Εκ δεξιών την πρώτη θέση κατέλαβε ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν. Με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα και για τους πιο σκληρούς επικριτές του κ. Τσίπρα, ίσως θεωρείται υπερβολική αυτή την πρωτιά, ενώ η ίδια η εφημερίδα επισημαίνει ότι αναφέρεται στις ομιλίες του πριν από την πρώτη εκλογή του, τον Ιανουάριο του 2015, αναγνωρίζοντας πως από τότε ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει προσαρμόσει την πολιτική του γλώσσα σε πολύ πιο μετριοπαθή επίπεδα.
Ακούγοντας όμως την πρόσφατη ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνει κανείς ότι όσο και να προσπαθεί κατά καιρούς ο πρωθυπουργός να καμουφλάρει τον πολιτικό του λόγο, ο λαϊκισμός εξακολουθεί να παραμένει στον κορμό της ρητορικής του. Όχι τόσο για το αφήγημα περί της πολεμικής που βιώνει το κυβερνών κόμμα από την πλειονότητα των ΜΜΕ, αφού όποιος παρακολουθεί ειδήσεις γνωρίζει καλά ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεοπτικών καναλιών είναι απολύτως φιλοκυβερνητικά. Αλλά ούτε τόσο για να τις αναφορές του περί «ελίτ των σαλονιών» και επιχειρηματίες των λιμανιών. Την ίδια στιγμή που όλοι γνωρίζουν πως οι βουλευτές και υπουργοί του είναι κάτι παραπάνω από ευκατάστατοι, ότι και ο ίδιος ένα πολιτικό «δαχτυλίδι» παρέλαβε πριν αναρριχηθεί στην εξουσία και ότι τα οικονομικά και πολιτικά πάρε δώσε με μεγαλοεπιχειρηματίες και συμφέροντα δεν έχουν τελειωμό. Η μόνη σοβαρή και ουσιαστική αντιπολίτευση γίνεται κυρίως μέσα από τις εφημερίδες. Εφημερίδες όμως δυστυχώς ο κόσμος δεν διαβάζει πλέον. Η (πολλές φορές ανώνυμη) ξεπέτα του internet είναι προτιμότερη.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν υπολείμματα της αντιπολιτευτικής λαϊκιστικής ρητορικής του κ. Τσίπρα πριν αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας. Μιας ρητορικής όπου μαζί με τις μνημονιακές αυτοκτονίες, τους μνημονιακούς νεκρούς απ’ τα μαγκάλια, τις μνημονιακές λιποθυμίες στα σχολεία και άλλα παρόμοια, αποτέλεσε τον μοχλό ενεργοποίησης του θυμικού ενός λαού που δοκιμάζονταν από την κρίση, και που τελικά του εμπιστεύτηκε την διακυβέρνηση της χώρας. Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Αυτό που ακόμη διατηρεί ως λαϊκιστική πολιτική τακτική ο κ. Τσίπρας είναι η συνεχής επένδυση στο μίσος και το διχασμό. Και η στήριξη και επιλογή προσώπων που θα διατηρούν και θα καλλιεργούν αυτό το διχασμό. Έτσι στην επικαιρότητα εμφανίστηκε αυτή τη φορά η υποψήφια ευρωβουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ Μυρσίνη Λοΐζου, με τις παλιότερες δηλώσεις της ότι τα θύματα του Ξηρού της 17Ν θα έπρεπε να σηκωθούν και να ζητήσουν συγνώμη. Εμφανίστηκε και ο κ. Κυρίτσης, ο οποίος δεν θυμάται στα 30 χρόνια δημοσιογραφίας νεκρούς από μολότοφ. Και γιατί να τους θυμάται άλλωστε; Οι δολοφονημένοι της Marfin, μεταξύ των οποίων μια έγκυος γυναίκα, δεν εξυπηρετούσαν ούτε τους «αγώνες», ούτε την εξουσία του κ. Κυρίτση. Πως να τους θυμάται εφόσον δικαιοσύνη για το συγκεκριμένο έγκλημα δεν αποδόθηκε ποτέ. Και οι δύο βέβαια, μπροστά στην απόκτηση ή διατήρηση καρέκλας, έχουν σπεύσει να ανακαλέσουν. Αν χρειάζονταν βέβαια να το κάνουν για όλες τις ακραίες κατά καιρούς τοποθετήσεις τους, δεν θα προλάβαιναν να βγάζουν απολογητικές ανακοινώσεις.
Αρκετοί, ακόμα και μέσα στο κυβερνών κόμμα, παίρνουν αποστάσεις πλέον από τέτοιες ακρότητες. Όμως κατ’ επιλογήν του κ. Τσίπρα φαίνεται πως όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, δυστυχώς αυτή η επένδυση στην πόλωση και τον διχασμό θα αποκτά μεγαλύτερη ένταση. Γιατί απλούστατα η κυβέρνηση του δεν έχει τίποτα να χάσει. Από αυτήν αναδείχθηκε, αυτή διατηρεί και σε αυτήν ελπίζει. Και αν ο λαϊκισμός στο παρελθόν αποτέλεσε τη βάση για την κατάκτηση της εξουσίας, σήμερα αποτελεί το τελευταίο κυβερνητικό καταφύγιο.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – πολιτικός επιστήμονας