Η Ελλάδα έκλεισε φέτος 38 χρόνια πορείας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μιας πορείας όχι πάντα τόσο εύκολης καθότι, το σε πολλά πράγματα ασθενές ελληνικό κράτος, έπρεπε να καταφέρει να πετύχει του στόχους που απαιτούσε η συμμετοχή της χώρας σε έναν ισχυρό οργανισμό όπως η ΕΕ. Τελικά όμως τα καταφέραμε και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διαπιστώσαμε και καρπωθήκαμε τα σημαντικά οφέλη που αυτή η συμμετοχή συνεπάγεται. Οι δυο πρόσφατες μεγάλες κρίσεις που αντιμετώπισε η ΕΕ, η οικονομική και η κρίση του προσφυγικού, έπληξαν την εικόνα της Ένωσης και κλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτήν. Η ελλιπής ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τα πλεονεκτήματα, την λειτουργία της ΕΕ και το πως αυτή επηρεάζει την ζωή και την καθημερινότητα μας, έδωσε χώρο στην άνθηση του ευρωσκεπτικισμού και του λαϊκισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε αυτό το σημείο λοιπόν και εν όψει ευρωεκλογών, αξίζει να θυμηθούμε ορισμένα θετικά στοιχεία.
Όταν μιλάμε για τα θετικά της συμμετοχής μας στην ΕΕ, δεν χρειάζεται να ψάχνουμε σε οράματα, ιδεατούς στόχους, αρχές και αξίες αυτής. Υπάρχουν χειροπιαστά πράγματα που βρίσκονται γύρω μας, δίπλα μας, στις πόλεις, στα χωριά μας, στην ύπαιθρο, στις θάλασσες μας, στην καθημερινότητα μας. Δυστυχώς, με ευθύνη και του πολιτικού μας συστήματος, η ενημέρωση των Ελλήνων σχετικά με τα οφέλη που αποκομίζουν από την συμμετοχή τους στην ΕΕ, ξεκινά και σταματά σε μια λέξη: Επιδοτήσεις. Όντως η Ελλάδα υπήρξε μια από τις πιο ωφελημένες χώρες της Ένωσης στον τομέα αυτό. Αγροτικές επιδοτήσεις, ΕΣΠΑ, Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, χρήματα που μπήκαν στη χώρα και έγιναν δρόμοι, τουριστικές μονάδες, υποδομές, υπηρεσίες και άλλα πολλά, είναι ορισμένα μόνο από εκείνα τα πράγματα που είναι αμφίβολο αν θα είχαν πραγματοποιηθεί ποτέ χωρίς την οικονομική στήριξη της ΕΕ. Ακόμη και το ευρώ που τόσο δοκιμάστηκε τα χρόνια της κρίσης, ορισμένοι λησμονούν ότι ήταν η προσχώρηση μας στην ευρωζώνη που έσωσε την οικονομία μας από τον πληθωρισμό και από ένα ασταθές και αδύναμο νόμισμα, έρμαιο και χειραγωγούμενο κατά καιρούς στα χέρια λαϊκιστών πολιτικών. Παράλληλα και ασχέτως του πως εμείς το διαχειριστήκαμε, ήταν η συμμετοχή στην ευρωζώνη που έδωσε πρόσβαση σε φθηνό χρήμα για επιχειρήσεις και καταναλωτές.
Όμως ο περιορισμός των θετικών που ως χώρα έχουμε αποκομίσει από την ΕΕ μόνο στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις είναι άδικος. Πέραν των επιδοτήσεων, η πολιτική ολοκλήρωση της ΕΕ που προχωρά από το 1992 και μετά, μας έδωσε την ευκαιρία, ενίοτε υποχρέωσε τις κυβερνήσεις της χώρας μας, να συμμορφώνονται με ενιαίες για όλα τα κράτη μέλη πολιτικές και κανόνες. Οι κοινοτικές οδηγίες που εκδίδει η ΕΕ σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, τις προδιαγραφές προϊόντων και υπηρεσιών, την ασφάλεια των μεταφορών, την προστασία των αγορών από καρτέλ, την ενίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις ελευθερίες των πολιτών και άλλα πάρα πολλά που αφορούν ολόκληρη την κοινωνία., ως ένα βαθμό μας εκσυγχρόνισαν σαν χώρα, κάνοντας την καθημερινότητα και την ζωή μας καλύτερη και ευκολότερη.
Το μεγαλύτερο όμως ίσως όφελος είναι κάτι που σήμερα θεωρείται ως δεδομένο. Κάτι που χωρίς αυτό, τίποτα από τα παραπάνω και καμία έννοια προόδου δε θα ήταν εφικτή: Η εδραίωση μιας σταθερής, θεσμικά και συνταγματικά θωρακισμένης φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που παρά της ατέλειες της έβγαλε τόσο εμάς όσο και άλλες χώρες της Ευρώπης από το φαύλο κύκλο των πραξικοπημάτων και της πολιτικής αστάθειας. Είναι η συμμετοχή μας στην ΕΕ εκείνη που διασφαλίζει την σταθερότητα του πολιτεύματος, θωρακίζει τους θεσμούς μας, βάζοντας φρένο στις αυταρχικές ορέξεις κάθε επίδοξου λαϊκιστή που θα επιδιώξει την «μαδουροποίηση» της χώρας.
Η ανεπαρκής ενημέρωση των πολιτών για όλα τα παραπάνω, επιτρέπουν στις εκάστοτε κυβερνήσεις να ακολουθούν μια πάγια τακτική. Να καρπώνονται τα θετικά παρουσιάζοντας τα ως αποκλειστικά δικά τους επιτεύγματα, ενώ από την άλλη να φορτώνουν όλα τα αρνητικά στην ΕΕ και άλλους εξωγενείς παράγοντες. Έτσι, κάθε φορά που μια κυβέρνηση κόβει μια κορδέλα, κάθε φορά που εγκαινιάζεται μια υποδομή ή υπηρεσία που διευκολύνει τη ζωή μας, η αναφορά στη συμβολή της ΕΕ είναι ανύπαρκτη. Αντίθετα μπροστά στην ανικανότητα, την ανεπάρκεια, την ανυπαρξία και στις ευθύνες μιας κυβέρνησης, η ΕΕ ξεπροβάλει βολικά ως ο κύριος υπαίτιος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ειδικά σε περιόδους κρίσης, ο ευρωσκεπτικισμός να αυξάνεται.
Είναι όλα τόσο ρόδινα όσο αφορά την συμμετοχή μιας χώρας στη ΕΕ; Σαφώς και όχι. Ενίοτε οι διαδικασίες εξευρωπαϊσμού και σύγκλισης απαιτούσαν θυσίες, γενναίες πολιτικές αποφάσεις και μεταρρυθμίσεις που προκαλούσαν κοινωνικές αναταράξεις. Ακόμη, οι δύο πρόσφατες μεγάλες κρίσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί η ΕΕ, έφεραν στην επιφάνεια τις μεγάλες αδυναμίες που υπάρχουν στο πολιτικό της σύστημα και στην ικανότητα της να λαμβάνει γρήγορες και αποτελεσματικές αποφάσεις. Ιδιαίτερα η οικονομική κρίση, βρήκε μια ΕΕ θεσμικά ανέτοιμη να διαχειριστεί τα προβλήματα που προέκυψαν σε διάφορα κράτη μέλη, με διάφορους νέους μηχανισμούς και όργανα να δημιουργούνται εκ των υστέρων και αφού η ζημιά είχε ήδη γίνει. Αυτά τα προβλήματα όμως δεν πηγάζουν από το γεγονός ότι έχουμε περισσότερη Ευρώπη απ’ όσο χρειάζεται αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι η απουσία μιας περισσότερο ολοκληρωμένης οικονομικά και πολιτικά Ευρώπης που δημιουργεί αδυναμίες στη διαχείριση κρίσεων.
Επομένως κάθε κριτική σε επιμέρους ευρωπαϊκές πολιτικές αποφάσεις ή πολιτικούς δρώντες είναι θεμιτή και αναγκαία να υπάρχει. Όμως η συμμετοχή μας σε έναν οργανισμό αποτελούμενο από τις ισχυρότερες χώρες του κόσμου, εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις και φθηνά δάνεια, χιλιάδες κανονισμοί και κοινοτικές οδηγίες που έμπρακτα κάνουν τη ζωή μας καλύτερη, η συμμετοχή σε ένα ισχυρό νόμισμα, η ελευθερία να ταξιδεύουμε και να εργαζόμαστε σε νέα μέρη, η γεωπολιτική σταθερότητα, η θωράκιση της Δημοκρατίας και των θεσμών, η πρωτοφανής σε διάρκεια ειρήνη που έχει επικρατήσει στην πολύπαθη ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι πράγματα που δεν πρέπει να εκλαμβάνουμε ως δεδομένα, απαξιώνοντας τα με τόση ευκολία. Πάνω σε αυτά πρέπει να στηριχθούμε και να εργαστούμε για μια περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη και κατά συνέπεια για μια καλύτερη Ελλάδα.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – πολιτικός επιστήμονας