Το 1ο δημοτικό σχολείο Περάματος συμμετείχε στη Διαγενεακή Σύνδεση με επισκέψεις στο χώρο μας, που είχαν σαν θέμα «Το σχολείο στα δύσκολα χρόνια της κατοχής». Μια διαδρομή που έκαναν δύο τμήματα της πέμπτης και ένα τμήμα έκτης τάξης μαζί με τους ηλικιωμένους μας, που είχαν την ευκαιρία να ανοίξουν το σεντούκι της μνήμης τους και να ανασύρουν πολλές αναμνήσεις, ανακατεμένες… Άλλες γλυκές, άλλες πικρές, αλλά σίγουρα με νοσταλγία και τρυφεράδα.
Μας μίλησαν λοιπόν, για τα χρόνια που, αφού πήγαιναν να δέσουν τις κατσίκες στο χωράφι, μετά πήγαιναν σχολείο. Τα τυχερά παιδιά. Γιατί ήταν και αυτά που δεν είχαν την ευκαιρία να πάνε στο σχολείο γιατί έπρεπε να δουλέψουν ή να φροντίσουν τα μικρότερα αδέρφια τους. Ήταν δύσκολα χρόνια… Γιατί όλα «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Γιατί όταν οι ηλικιωμένοι μας ήταν μαθητές, ήταν η Γερμανοκατοχή.
Αφού σταθήκαμε λίγο και εξήγησαν στα παιδιά τι σημαίνει κατοχή, πείνα, φόβος του πολέμου, εξήγησαν πως δεν είχαν λόγο ούτε στο σπίτι τους, ούτε στα υπάρχοντά τους και πως αν στον κατακτητή άρεσε το σπίτι τους, το υπέτασσαν και έπρεπε να φύγουν και να το αφήσουν σε αυτούς. Φυσικά ότι ήθελε ο κατακτητής μπορούσε να μπει στο σπίτι να το πάρει… Όσπρια, λάδι, κότες, αυγά… Τίποτα δεν όριζαν…
Το σχολείο λοιπόν ήταν μεγάλη πολυτέλεια στην ανέχεια και τη φτώχεια που υπήρχε τότε. Μια τσάντα πάνινη, με ένα κορδόνι χιαστί στους ώμους, με ένα βιβλίο, μια πλάκα και τον κοντυλοφόρο. Δύσκολες εποχές. Και σε κάθε αταξία ο χάρακας και η βίτσια ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών. Ήταν η εποχή, που όπως μας διηγείται ο Καζαντζάκης, «το κρέας ήταν των δασκάλων και τα κόκαλα των γονιών».
Το διάβασμα γινόταν το βράδυ με τον λύχνο γιατί στο φως της ημέρας τα παιδιά δούλευαν. Το πρωί που έφευγαν από το σπίτι, έπιναν γάλα αυτά που είχαν κατσίκα οι γονείς τους ή τίποτα αν η κατσίκα είχε κατσικάκια που έπιναν το γάλα. Δεκατιανό ούτε λόγος! Το μεσημέρι ελιές με ψωμί και το βράδυ που ερχόταν ο πατέρας από το χωράφι έστρωνα τραπέζι και έτρωγαν μαγειρεμένο φαγητό.
Πήγαιναν πρωί και απόγευμα στο σχολείο για έξι μέρες τη βδομάδα. Την Κυριακή είχε εκκλησιασμό υποχρεωτικό. Η εκπαίδευση δεν ήταν δωρεάν. Τα βιβλία τα αγόραζαν. Ενώ ένας δάσκαλος είχε έως και 50 μαθητές.
Τότε κάθε χωριό είχε και σχολείο, γιατί κάθε οικογένεια είχε 5, 6, 7 παιδιά. Έπαιζαν βέβαια και παιχνίδια στα διαλείμματα, όπως όλα τα παιδιά, σε όλες τις εποχές! Γιατί το παιχνίδι είναι συνυφασμένο με την σωματική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών.
Άρχισαν να λένε τα παιχνίδια που έπαιζαν και ενώ είπαμε ότι τα παιχνίδια θα αποτελέσουν μια άλλη ενότητα επισκέψεων, ο κ. Νίκος μας ήθελε να δείξει στα παιδιά πως έπαιζαν το «μπιζ». Και το έπαιξαν και τα «μεγάλα» και τα μικρά παιδιά. Ήταν γεμάτα απορίες και ερωτήματα. Ήταν προσηλωμένα στις διηγήσεις των ηλικιωμένων μας και κοινωνούσαν αχόρταγα!
Νομίζω πως ήταν τυχερά που είχαν την ευκαιρία να συναντήσουν αυτούς τους απίθανους συνομιλητές, που μοιράστηκαν το πιο γλυκόπικρο κομμάτι της ζωής τους.
Ευχαριστούμε πολύ τους δασκάλους, Τοπαλίδου Αντωνία (Ε2), Γκόλτσιο Βασίλη (Ε1) και Παντελίδη Χρήστο (ΣΤ) που προετοίμασαν, συνόδευσαν τους μαθητές και πήραν μέρος σε αυτή την όμορφη συνάντηση.
Υ.Γ. οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο το Σχολικού Μουσείου της Αμνάτου.
Η υπεύθυνη της Δομής Εμμανουέλλα Μαθιουδάκη