Άλλη μια εξαιρετικά κρίσιμη εκλογική διαδικασία εθνικών εκλογών πέρασε στην ιστορία. Πέρα από τα επιμέρους ποιοτικά χαρακτηριστικά της ψήφου, που θα αναλυθούν τις επόμενες μέρες και θα δώσουν σημαντικά στοιχεία σχετικά με το πως ψήφισαν οι πολίτες σε αυτές τις εκλογές, μπορεί να γίνει μια πρώτη αποτίμηση του αποτελέσματος σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία πέτυχε μια μεγάλη νίκη με ποσοστό 39,8%, πετυχαίνοντας παράλληλα τον στόχο της αυτοδυναμίας. Η τελευταία φορά που οι πολίτες ανέδειξαν αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση ήταν το 2009. Καταγράφοντας για το κόμμα το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 10 ετών, η νίκη αυτή δεν αφορά μόνο την κατάκτηση της εξουσίας και την επιστροφή στα υψηλά ποσοστά του παρελθόντος, αλλά και μια προσωπική δικαίωση του Κυριάκου Μητσοτάκη για τις επιλογές του. Με ένα διαφορετικό ιδεολογικό και πολιτικό προφίλ σε σχέση με παλιότερους προέδρους του κόμματος, έχει τον χρόνο και (αριθμητικά) την κοινοβουλευτική άνεση να κάνει πράξη εκείνα για τα οποία τον εμπιστεύθηκαν οι πολίτες. Χωρίς υπεκφυγές, καθυστερήσεις και χωρίς καμία περίοδο χάριτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τα πεπραγμένα του 2015 και μετά από 4 χρόνια εφαρμογής σκληρής λιτότητας, ακραίου διχαστικού λόγου και προκλητικών συμπεριφορών, διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του κερδίζοντας το 31,5% των ψήφων, έναντι του 35,5% το οποίο είχε λάβει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Το γεγονός αυτό σαφέστατα αποτελεί μια επιτυχία. Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του δεν υπέστησαν τη στρατηγική ήττα που αρκετοί περίμεναν βάσει των αποτελεσμάτων των αυτοδιοικητικών εκλογών και των ευρωεκλογών. Εδραιώνεται έτσι ως ένας από τους βασικούς πόλους της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Είναι προφανές ότι οι πολίτες δεν εγκατέλειψαν μαζικά το κόμμα, ούτε του έδωσαν ένα ισχυρό μήνυμα ικανό να δημιουργήσει αμφισβητήσεις στο εσωτερικό του. Παρά την ήττα με μεγάλη διαφορά από τη ΝΔ, το θετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσμα αυτών των εκλογών γίνεται ακόμη πιο εμφανές αν δει κανείς τις απώλειες που είχαν στο παρελθόν όσα κόμματα κλήθηκαν να εφαρμόσουν προγράμματα στήριξης (μνημόνια). Εκεί φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε το ίδιο πολιτικό κόστος με τους προκατόχους του.
Κερδισμένο βγήκε και το ΚΙΝΑΛ όπου αύξησε έστω και λίγο τη δύναμη του σε σχέση με τις ευρωεκλογές και παρά την πίεση ασκούνταν στα μικρότερα κόμματα από τους δύο μεγάλους μονομάχους. Από την άλλη φάνηκε ότι το ΚΙΝΑΛ δεν κατάφερε να καρπωθεί ποσοστά από τη βαριά ήττα που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, όπου κατέγραψε ποσοστό 23,7%, σχεδόν οκτώ μονάδες κάτω από το ποσοστό που πήρε στις εθνικές εκλογές. Αυτό εγείρει ερωτήματα αναφορικά με τις κινήσεις της ηγεσίας στο κόμμα. Αρκετοί τονίζουν την ανάγκη για αλλαγές τόσο σε επίπεδο ηγεσίας και προσώπων, όσο και σε επίπεδο στρατηγικής. Χρειάζεται απεμπλοκή από έναν άτυπο ανταγωνισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ για τα ηνία εκπροσώπησης του κρατισμού, ανανέωση και μετατροπή του κόμματος σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μόνο έτσι θα καταφέρει να ξεφύγει από το στάσιμο ποσοστό πέριξ του 8%.
Το ΚΚΕ διατήρησε και αυτό τις δυνάμεις του, τόσο σε σχέση με τις ευρωεκλογές, όσο και σε σχέση τις τελευταίες εθνικές εκλογές του 2015. Νικητής των εκλογών και το αμφιλεγόμενο κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου που αποκόμισε εκλογικά οφέλη από τους χειρισμούς της απερχόμενης κυβέρνησης στο μακεδονικό, αλλά και από τη διάλυση των ΑΝΕΛ, κατορθώνοντας έτσι να εισέλθει στη νέα βουλή. Επιτυχία και για το ΜέΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη, όπου παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν ο πρωταγωνιστής των γεγονότων του 2015, εξασφάλισε την είσοδο του στη βουλή με 9 βουλευτές. Αναμφίβολα ένα από τα θετικά του εκλογικού αποτελέσματος είναι η μη εκλογή της Χρυσής Αυγής στο νέο κοινοβούλιο, κλείνοντας έτσι οριστικά μια από τις πληγές που άνοιξε η κρίση.
Το βέβαιο είναι ότι δυστυχώς, όχι απλά δεν μπορούμε μιλάμε για το τέλος του λαϊκισμού στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα για την εδραίωση του και μάλιστα με υψηλότατα ποσοστά. Αυτό γίνεται εμφανές εάν δούμε αθροιστικά τα ποσοστά, όχι μόνο όσων λαϊκιστικών κομμάτων έχουν θέση στη νέα βουλή, αλλά και όσων έμειναν απ’ έξω με ένα σημαντικό αριθμό ψήφων. Δυστυχώς αποδεικνύεται ότι σε μεγάλο βαθμό ως κοινωνία πάθαμε αλλά δεν μάθαμε. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά αποχής, κάνουν φανερό ότι η ελληνική κοινωνία είναι ακόμα επιρρεπής στο να πέσει στα δίχτυα της δημαγωγίας και της πολιτικής της ντουντούκας.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – πολιτικός επιστήμονας