Σε πολύ χαμηλά επίπεδα κινούνται τις τελευταίες εβδομάδες οι τιμές του κρητικού ελαιολάδου, οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 2.70 ευρώ το λίτρο, προκαλώντας εύλογη ανησυχία στους παραγωγούς του νησιού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο τιμών του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης στα 2,20 ευρώ το κιλό έχει πέσει η κατώτατη τιμή παραγωγού στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο του νησιού, ενώ η μεγαλύτερη δεν υπερβαίνει τα 2,70 ευρώ το κιλό και είναι μειωμένη κατά -3% σε σχέση με τις αντίστοιχες περσινές.
Από τη μια οι παραγωγοί δεν πωλούν το λάδι τους σε χαμηλές τιμές και περισσότεροι τυποποιητές και έμποροι απλά δεν το αγοράζουν.
Ο δάκος και η ξηρασία αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες για την κακή χρονιά του κρητικού ελαιόλαδου, που προηγήθηκε και παρά τους ψεκασμούς και τις πρωτοβουλίες που ελήφθησαν πολύ μεγάλες ποσότητες λαδιού μένουν αδιάθετες, ενώ την ίδια ώρα, η Ισπανία και η Ιταλία διατηρούν υψηλότερες τιμές.
Την ανάγκη να ληφθούν κρατικά μέτρα στήριξης του ελαιολάδου στη χώρα μας, αν πραγματικά θέλουμε την ανάκαμψη της αγοράς, εκφράζει ο επιστημονικός συνεργάτης του ΣΕΔΗΚ, Νίκος Μιχελάκης:
«Οι τιμές του λαδιού παραμένουν χαμηλές. Στην Κρήτη δεν έχουμε καμία αλλαγή σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες. Υπάρχει αυτό που λέμε, ακινησία στις αγορές, δηλαδή πάνω από τις μισές, το 60-70% των επιχειρήσεων, των ελαιουργείων, που μας ενημερώνουν για τις τιμές τους, υποστηρίζει ότι δεν αγοράζει από παραγωγούς. Άρα δεν κινείται το εμπόριο. Αλλά από την άλλη μεριά, φαίνεται ότι υπάρχει η αντίστοιχη αντίδραση από την πλευρά των παραγωγών, καθώς ούτε αυτοί πουλούν και δεν μπορούν να πουλήσουν στις τιμές αυτές που έχουν διαμορφωθεί, με χαμηλότερη αυτή στα Πεζά που φτάνει τα 2,20 ευρώ το λίτρο, ενώ η υψηλότερη τιμή να φτάνει τα 2,70 ευρώ το λίτρο. Η απάντηση στο που οφείλεται η πτώση δεν είναι πολύ απλή, γιατί προφανώς συνδέεται με πολλούς παράγοντες της διεθνούς και της εθνικής αγοράς. Για παράδειγμα, εμείς εδώ στην Ελλάδα λέμε ότι δεν μπορεί να έχουμε εμείς ίδιες συνθήκες με την Ιταλία, από πλευράς παραγωγής. Δηλαδή μειωμένη παραγωγή εμείς, μειωμένη η Ιταλία φέτος -τη χρονιά που πέρασε εννοώ- και οι τιμές στην Ιταλία να είναι πάνω από 6 ευρώ και στην Ελλάδα να κατεβαίνουν και να κυμαίνονται στα 2,20 και 2,30 ευρώ. Αυτό δεν εξηγείται εύκολα με κάποια απάντηση πολύ απλή. Εμείς το αποδίδουμε στη σύνθεση της αγοράς της Κρήτης και της Ελλάδος γενικότερα. Υπάρχουν πάρα πολλοί μεσίτες, οι οποίοι πουλούν το λάδι, πολλές φορές χωρίς να συνεννοούνται τους παραγωγούς. Άρα υπάρχει μια προσφορά που είναι κατά κάποιο τρόπο μη ελεγχόμενη και από την άλλη μεριά οι Ιταλοί είναι πιο συνετοί στην προσφορά του προϊόντος. Οι Ιταλοί καταναλωτές αγαπούν από παράδοση το δικό τους προϊόν και το πληρώνουν πολύ ακριβά. Είναι μεγάλη αγορά η Ιταλία. Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι. Τώρα σε ό,τι αφορά το τι πρέπει να γίνει εδώ, κατά την άποψή μου πρέπει να γίνει κάποια παρέμβαση στη δική μας αγορά. Από την πλευρά των παραγωγών, θα έλεγα εγώ, ότι οι ίδιοι θα πρέπει να ελέγξουν τον τρόπο με τον οποίο συναλλάσσονται και συμπεριφέρονται με τους συνεταιρισμούς κι απ’ την άλλη πλευρά, και το κράτος θα πρέπει να εξετάσει την όλη κατάσταση, να αναλάβει μέτρα και ανάλογες πρωτοβουλίες» επεσήμανε μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο κ. Μιχελάκης.
Στο μεταξύ, αν και είναι πάρα πολύ νωρίς, οι πρώτες εκτιμήσεις τοποθετούν την παραγωγή ελαιολάδου μίνιμουμ στους 280.000 τόνους σε επίπεδο χώρας, με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις να ξεπερνούν ακόμη και τους 300.000 τόνους. Πρόκειται δηλαδή για μια αρκετά καλή παραγωγή μετά την περυσινή καταστροφική 2018/19.
Αντίστοιχη προβλέπεται η εικόνα και σε τοπικό επίπεδο, σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη, ο οποίος εκτιμά ότι η φετινή σοδειά θα φτάσει τους 100.000 τόνους από 70.000 τόνους που ήταν πέρυσι.
Μεταξύ άλλων, ο επιστημονικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, υποστήριξε: «Η παραγωγή που θα έχουμε τους επόμενους μήνες θα είναι σίγουρα μεγαλύτερη από την περυσινή. Θα μπορούσε βέβαια να είναι πάρα πολύ υψηλότερη φέτος, αλλά δεν είναι, από ότι λένε οι πληροφορίες που έχουμε, γιατί επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν. Εν πάση περιπτώσει, θα είναι μια αρκετά καλή παραγωγή αλλά όχι πάρα πολύ υψηλή. Πέρυσι είχαμε μειωμένη παραγωγή και ήταν μια κακή χρονιά. Είχαμε γύρω στις 70.000 τόνους παραγωγής ελαιόλαδου. Φέτος υπολογίζουμε ότι η σοδειά θα φτάσει τους 100.000 τόνους. Η περσινή χαμηλή σοδειά οφείλεται απ’ όσα ξέρουν όσοι ασχολούνται με τη γεωπονική επιστήμη, στο ότι τα δέντρα, την επόμενη φορά, -αυτά που δεν έχουν καρπό-, παράγουν περισσότερο και αυτά που έχουν παράγουν λιγότερο. Αυτό συμβαίνει και με την Ισπανία τώρα, για την οποία οι πληροφορίες λένε ότι η σοδειά της η επόμενη είναι πολύ μειωμένη σε σχέση με την περυσινή, που ήταν χρονιά-ρεκόρ. Ήταν 1,8 εκ. τόνους η παραγωγή πέρυσι. Φέτος, απ’ ότι λένε, θα φτάσει το 1,3-1,4 εκ. τόνους. Αλλά για αυτό δεν υπάρχουν επίσημες διευκρινήσεις. Πάντως θα είναι μικρή η παραγωγή της Ισπανίας, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, γιατί το ισοζύγιο της παγκόσμιας παραγωγής πάλι είναι το ίδιο. Δηλαδή μειώνεται στην Ισπανία, αυξάνεται στην Ελλάδα, αυξάνεται στην Ιταλία, τα ίδια πράγματα θα είναι πάλι σε παγκόσμιο επίπεδο.
Απαραίτητο να ξεκινούν νωρίτερα οι ψεκασμοί καταπολέμησης του δάκου
Παρά το γεγονός ότι φέτος οι ψεκασμοί καταπολέμησης του δάκου ξεκίνησαν νωρίτερα ικανοποιώντας τους παραγωγούς ο ΣΕΔΗΚ αναγνωρίζει μεν το θετικό αυτό βήμα, επισημαίνει ωστόσο ότι για την αποτελεσματικότητα των ψεκασμών, αυτοί πρέπει να ξεκινούν ακόμα πιο νωρίς, και συγκριμένα πριν την πήξη του δάκου.
«Με το δάκο, βοηθούν ευτυχώς οι ζέστες, για να μην κάνει προσβολές το έντομο αυτές τις μέρες. Θα δούμε τα αποτελέσματα στο τέλος των ψεκασμών. Η αλήθεια είναι ότι φέτος άρχισαν κάπως νωρίτερα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι ψεκασμοί για την καταπολέμηση του δάκου της ελιάς όμως δεν άρχισαν και πάλι στο χρόνο που έπρεπε, ο οποίος είναι πριν από την πήξη του πυρήνα. Δεν άρχισαν τότε, άρχισαν όμως εκεί κοντά κατά κάποιο τρόπο και σε εποχή πολύ καλύτερη από την περυσινή, αλλά δεν είναι βέβαιο ακόμα το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Οι ζέστες βοηθούν από άποψη ότι δεν επιτρέπει την κινητικότητα του δάκου και έτσι, τις μέρες αυτές δεν μπορεί να έχουμε προσβολές» τόνισε ο κ. Μιχελάκης.