Αθώος κρίθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου ο Γερμανός καθηγητής ιστορίας Χάιτνς Ρίχτερ, για το αδίκημα της «άρνησης εγκλημάτων πολέμου του ναζισμού, τα οποία στρέφονται κατά του κρητικού λαού».
Την απόφαση ανακοίνωσε χθες το μεσημέρι ο πρόεδρος της έδρας Ιωάννης-Αλέξανδρος Καργόπουλος, σύμφωνα με την κρίση του οποίου το άρθρο του αντιρατσιστικού νόμου με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί ο Χ. Ρίχτερ έχει διπλή αντισυνταγματικότητα, λέγοντας χαρακτηριστικά πως όταν η βουλή δια νόμων αποφασίζει ότι συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα συνιστούν εγκλήματα πολέμου-γενοκτονίες, παραβιάζεται αφενός η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και αφετέρου η ελευθερία του λόγου και η ακαδημαϊκή ελευθερία.
Στις 27 Ιανουαρίου την απαλλαγή του 76χρονου Γερμανού ιστορικού είχε προτείνει και ο εισαγγελέας της Δικαστικής έδρας Ιωακείμ Κασσωτάκης.
Την ικανοποίηση τους για τη δικαστική απόφαση εξέφρασαν οι συνήγοροι υπεράσπισης του Γερμανού καθηγητή Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος και Κωνσταντίνος Καλλίρης, ευχόμενοι να αποτελέσει το εφαλτήριο για την κατάργηση του νόμου ώστε να μην υπάρξει παρόμοια υπόθεση στο μέλλον.
Ωστόσο, με αποδοκιμασίες αντέδρασαν πολίτες που είχαν γεμίσει ασφυκτικά τη δικαστική αίθουσα, όταν άκουσαν την αθωωτική απόφαση.
Έτσι, μια μεγάλη δίκη, ιστορική δίκη, όπως χαρακτηρίστηκε από νομικούς, δικαστικούς και ακαδημαϊκούς, ολοκληρώθηκε ύστερα από 12 δικασίμους.
Ήταν η πρώτη δίκη, η πρώτη ποινική δίωξη που ασκήθηκε για το αδίκημα της κακόβουλης άρνησης εγκλημάτων πολέμου με εξυβριστικό χαρακτήρα, μετά την ψήφιση του άρθρου 2 του Ν. 4285/2014 (αντιρατσιστικός νόμος), επί πρωθυπουργίας του Αντώνη Σαμαρά.
Οι άξονες του σκεπτικού της δικαστικής απόφασης
Ο πρόεδρος της έδρας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου, Ιωάννης-Αλέξανδρος Καργόπουλος, απαγγέλλοντας προφορικά τους άξονες του σκεπτικού της απόφασης του δικαστηρίου, ανέφερε:
«Θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος συνιστά το κράτος δικαίου και ειδικότερες πτυχές του, η αρχή της νομιμότητας της δράσης των πολιτειακών οργάνων, η διάκριση των λειτουργιών και, ειδικότερα, μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας, και η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η νομοθετική λειτουργία συνίσταται, στην έκφραση της γενικής βούλησης του λαού με τη θέσπιση νόμων, οι οποίοι, κατ’ αρχήν και πλην εξαιρέσεων, όπως λ.χ. ο προϋπολογισμός του κράτους, απαρτίζονται από κανόνες δικαίου. Τέτοιοι ιδίως είναι οι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι ως κανόνες δικαίου πρέπει να περιέχουν γενικές, αφηρημένες και απρόσωπες ρυθμίσεις, επί τη βάση σαφώς ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης εξωτερικής συμπεριφοράς, ώστε κανονιστικά και υποθετικά να ορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων για το μέλλον.
Η δικαστική λειτουργία έγκειται στην επίλυση των διαφορών που αφορούν στην εφαρμογή ή μη των κανόνων δικαίου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει, αφενός, την τιμωρία των εγκλημάτων, δηλαδή την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, τον νομικό χαρακτηρισμό τους και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, και, αφετέρου, την υποχρέωση ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σε περίπτωση αντίθεσής τους με συνταγματικούς κανόνες και αρχές, όπως τα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η διάκριση των λειτουργιών.
Η βουλή με τους νόμους 2193/94, 2645/98 έχει αναγνωρίσει συγκεκριμένες γενοκτονίες και με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 2503/1997 σε συνδ. με τα κατ’ εξουσιοδότηση βάσει αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα ΠΔ 399/1998, 99/2000, 40/2004, εγκλήματα που τέλεσαν στην Κρήτη οι δυνάμεις κατοχής κατά τα έτη 1941-44.
Οι νόμοι αυτοί όμως, ανεξαρτήτως του πολιτικού συμβολισμού και χαρακτήρα τους κατά τον οποίον δεν υπάγονται σε δικαστική κρίση, αναγνωρίζουν παρελθοντικά γεγονότα και τα χαρακτηρίζουν νομικώς, χωρίς όμως να διαθέτουν κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε να ανάγονται σε δεσμευτικούς κανόνες δικαίου με έννομες συνέπειες.
Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 4285/14 με την οποίαν ενσωματώθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ, ο νομοθέτης επέλεξε να τιμωρήσει την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και πολέμου, τα οποία, εκτός από αποφάσεις διεθνώς δικαστηρίων, έχουν αναγνωριστεί και «με αποφάσεις της βουλής», στις οποίες εμπίπτουν και οι παραπάνω νόμοι σε συνδυασμό με τα εκδοθέντα ΠΔ.
Ειρήσθω εν παρόδων, η απόφαση-πλαίσιο αποτέλεσε τον καρπό της γερμανικής προεδρίας της ΕΕ κατά το 2007.
Σε γενικές γραμμές, ο νόμος Ν. 4285/14, καθόσον απαιτεί την εκφορά ρατσιστικού λόγου που δύναται να προκαλέσει μίσος ή έχει υβριστικό ή απειλητικό περιεχόμενο και δεν αρκείται μόνον στην άρνηση, την επιδοκιμασία ή τον ευτελισμό των παραπάνω εγκλημάτων, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και το Σύνταγμα.
Ο Έλληνας νομοθέτης όμως, με την προσθήκη του σκέλους που παραπέμπει «σε αποφάσεις της βουλής» μπορεί να τιμωρεί την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας ιστορικών ή σύγχρονων περιστατικών, των οποίων την ύπαρξη και τον νομικό χαρακτηρισμό ως εγκλήματα, μπορεί ο ίδιος να καθορίζει, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική λειτουργία.
Επιπλέον, η προσθήκη του προαναφερθέντος στοιχείου, όχι μόνο δεν προβλεπόταν από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο που ενσωματώθηκε με τον Ν. 4285/14, αντιθέτως σαφέστατα αποκλειόταν, διότι αυτή αναφερόταν αποκλειστικά στην αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου κ.λπ. «με αποφάσεις διεθνών ή/και εθνικών δικαστηρίων μόνον».
Συνεπώς, ο νομοθέτης με την εισαγωγή του σκέλους που παραπέμπει σε εγκλήματα που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της βουλής», υπερέβη αντισυνταγματικώς τα όρια της νομοθετικής του λειτουργίας, παραβίασε τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας των ποινικών εγκλημάτων και επιχείρησε να εισχωρήσει ανεπίτρεπτα στη δικαστική λειτουργία, διότι δεν θεμελίωσε το αξιόποινο αποκλειστικά σε κανόνα δίκαιου ως όφειλε, αλλά στην αναγνώριση και το νομικό χαρακτηρισμό γεγονότων του παρελθόντος ως εγκλημάτων με νόμο, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική κρίση.
Επιπροσθέτως, παραβίασε την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, δοθέντος ότι οι νόμοι που «αναγνωρίζουν» (ή θεσπίζουν) ιστορικά γεγονότα, ακόμη κι αν εκφράζουν την πλειοψηφία, δεν μπορούν σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία και σύγχρονο κράτος δικαίου να αποτελούν τη βάση δεσμευτικών κανόνων που να συνεπάγονται νομικές απαγορεύσεις και κυρώσεις.
Τέλος, παραβίασε το καθήκον αμοιβαίας και πιστής συνεργασίας της συνθήκης της ΕΕ, διότι, κατά την ενσωμάτωσή της παραπάνω απόφασης-πλαισίου, εξάρτησε το αξιόποινο από «αποφάσεις της βουλής», το οποίο η ίδια σαφώς απέκλεισε και έτσι παρέκκλινε ουσιωδώς από την αξιόποινη συμπεριφορά που αυτή τυποποιούσε, με αποτέλεσμα να αναιρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς της και, συγκεκριμένα, τη νομοθετική εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τούτων δοθέντων, το άρθρο 2 του Ν. 4285/14 με το οποίο αντικ. το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της βουλής των Ελλήνων» είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το ευρωπαϊκό δίκαιο, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρο και ανεφάρμοστο.
Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος».
Η τελετή ανακήρυξης που οδήγησε στην ποινική δίωξη
Η ποινική δίωξη εναντίον του Γερμανού ιστορικού, ασκήθηκε από τον αντιεισαγγελέα Ρεθύμνου Γεώργιο Πατεράκη στις αρχές του 2015.
Αφορμή στάθηκε ο σάλος που προκλήθηκε τον Νοέμβριο του 2014 με αφορμή προγραμματισμένη εκδήλωση ανακήρυξης του 76χρονου Χ. Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κατόπιν εισήγησης του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης. Ακολούθησε θύελλα διαμαρτυριών για την ανακήρυξη του, η εκδήλωση ματαιώθηκε και έγινε σε άλλο χώρο χωρίς την παρουσία κόσμου, όταν πρώτος ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ Μ. Παραγιουδάκης γνωστοποίησε ευρέως ότι στο βιβλίο του για τη Μάχη της Κρήτης ο Γερμανός ιστορικός, όχι μόνο αμφισβητεί τα εγκλήματα πολέμου των ναζιστών στην Κρήτη, αλλά και παρουσιάζει τους Κρήτες αντί θύματα, θύτες.
Συλλέγοντας ο αντιεισαγγελέας δημοσιεύματα διαμαρτυρίας κατά του Χ. Ρίχτερ από πολίτες της Κρήτης που δήλωναν ότι με τις αναφορές στο βιβλίο του προσβάλλεται η Κρήτη και η μνήμη των θυμάτων Κρητικών της ναζιστικής περιόδου, ο κ. Πατεράκης άσκησε εναντίον του δίωξη για το αδίκημα της «άρνησης εγκλημάτων πολέμου του ναζισμού, τα οποία στρέφονται κατά του κρητικού λαού».
Ειδικότερα, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, ο Χ. Ρίχτερ κατηγορήθηκε ως υπαίτιος του ότι: «Εντός της ελληνικής επικράτειας με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος και με πρόθεση, διά του τύπου, επιδοκίμασε, ευτέλισε και κακόβουλα αρνήθηκε την ύπαρξη και τη σοβαρότητα αναγνωρισμένων από τη βουλή των Ελλήνων εγκλημάτων του ναζισμού και εγκλημάτων πολέμου που διέπραξαν οι κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις κατά την περίοδο του Β’ παγκοσμίου πολέμου 1941-1945 και η αξιόποινη αυτή συμπεριφορά του στρέφεται κατά συνόλου ανθρώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, τη γενεαλογική καταβολή και την εθνική καταγωγή και έχει εξυβριστικό χαρακτήρα κατά των ανθρώπων αυτών».
Η δίκη ξεκίνησε στις 25 Νοεμβρίου και διήρκησε συνολικά 12 δικάσιμες ημέρες. Ο Γερμανός καθηγητής δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά εκπροσωπήθηκε από τους δικηγόρους Αθηνών Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο και Κωνσταντίνο Καλλίρη.
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δήλωσαν παράσταση Πολιτικής Αγωγής, ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ Αντιστράτηγος Μ. Παραγιουδάκης, ο βουλευτής ΝΔ Ηρακλείου Λευτέρης Αυγενάκης, ο Δήμος Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου για λογαριασμό των μαρτυρικών χωριών, το Σωματείο Θιγέντων από τη ναζιστική θηριωδία και δυο απόγονοι θυμάτων των ναζιστών, με δικηγόρους τους Νίκο Κοτζαμπασάκη και Γιάννη Νικολιδάκη (Ρεθύμνου) και Αντώνη Επιτροπάκη (Ηρακλείου).
Οι συνήγοροι υπεράσπισης είχαν καταθέσει στη δικαστική έδρα αντιρρήσεις για την παράσταση Πολιτικής Αγωγής χαρακτηρίζοντας την ως μη νόμιμη. Το Δικαστήριο είχε επιφυλαχτεί επί του αιτήματος.
Η πρόοδος της δίκης συνεχιζόταν με την παρουσία της Πολιτικής Αγωγής έως τις 13 Ιανουαρίου, όταν ανακοινώθηκε η απόφαση της δικαστικής έδρας για αποβολή της Πολιτικής Αγωγής από την εκδίκαση της υπόθεσης καθώς, όπως αιτιολόγησε ο πρόεδρος του Δικαστηρίου: «Δεν απεδείχθη από την ακροαματική διαδικασία ότι προέκυψε ή δύναται να προκύψει μίσος εις βάρος των φυσικών προσώπων τα οποία παρέστησαν ως πολιτικοί ενάγοντες, από όσα υποστηρίζει στο βιβλίο του ο κατηγορούμενος ιστορικός».
Έντονη υπήρξε τότε η αντίδραση της Πολιτικής Αγωγής που έδωσε συνέντευξη τύπου για το θέμα, καταγγέλλοντας επί της ουσίας το Δικαστήριο πως έλαβε αυτή την απόφαση την ημέρα που δεν μπορούσαν να παραστούν οι συνήγοροι διότι δεν τους δόθηκε άδεια από τους δικηγορικούς τους συλλόγους καθώς ο κλάδος είχε κηρύξει αποχή. Την ίδια ημέρα ολοκληρώθηκε και η εξέταση των μαρτύρων που συνολικά ήταν 24.
Στις 27 Ιανουαρίου, ο εισαγγελέας της έδρας Ιωακείμ Κασσωτάκης, ανακοίνωσε την πρόταση του η οποία ήταν απαλλαχτική για τον κατηγορούμενο Γερμανό ιστορικό καθώς, όπως ανέφερε στην αγόρευση του: «Προέκυψαν αμφιβολίες ως προς τον δόλο του κατηγορουμένου και ως προς το στοιχείο της επιδοκιμασίας».
Στο μεσοδιάστημα, εν όσο ήταν σε εξέλιξη η δίκη πλήθος ήταν οι αντιδράσεις για την άσκηση δίωξης του Χ. Ρίχτερ από δεκάδες ακαδημαϊκούς, συνταγματολόγους, πανεπιστημιακές σχολές, απ’ όλη την Ελλάδα που, με ανακοινώσεις και ψηφίσματα εξέφραζαν την αντίθεση τους στην «ποινικοποίηση της ελευθερίας της έκφρασης» και της ακαδημαϊκής ελευθερίας, όπως χαρακτήριζαν τη δίωξη Ρίχτερ κάνοντας λόγο στις περισσότερες περιπτώσεις για αντισυνταγματικότητα του άρθρου του αντιρατσιστικού νόμου με τον οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί ο κατηγορούμενος.
«Η ακροαματική διαδικασία τιμά την ελληνική δικαιοσύνη»
Ο συνήγορος υπεράσπισης, Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, σχολιάζοντας τη δικαστική απόφαση και το σκεπτικό όπως αναφέρθηκε σε αυτό ο πρόεδρος της έδρας, ανέφερε:
«Ο πρόεδρος εξέδωσε μια απόφαση στην οποία διέγνωσε δυο αντισυνταγματικότητες του επίμαχου άρθρου 2 του νόμου 927/1979: έκρινε ότι ο νόμος είναι ανεφάρμοστος και σύμφωνα με τη σχετική συνταγματική διάταξη δεν έχει εξουσία το δικαστήριο να τον εφαρμόσει αλλά υποχρέωση να μην τον εφαρμόσει για τον λόγο ότι είναι εν μέρει αντισυνταγματικός. Και η εν μέρει αντισυνταγματικότητα του, έγκειται στο ότι παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και η ακαδημαϊκή ελευθερία, όταν η βουλή νομοθετεί δια νόμων, ότι συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα συνιστούν εγκλήματα πολέμου-γενοκτονίες.
Θεώρησε λοιπόν το δικαστήριο ότι όταν συμβαίνει αυτό, νοσφίζεται ουσιαστικά η νομοθετική λειτουργία, ύλη που ανήκει στη δικαστική, και έτσι παραβιάζει την ακαδημαϊκή ελευθερία των ιστορικών επιστημόνων.
Και τους δυο ισχυρισμούς, τους είχε υποβάλλει η υπεράσπιση κατά την αγόρευση της και έγιναν δεκτοί. Συνεπώς εμείς θεωρούμε ότι είναι μια πολύ σωστή απόφαση και την επιδοκιμάζουμε».
Σε ότι αφορά την ακροαματική διαδικασία ο κ. Αναγνωστόπουλος είπε: «Η δίκη κράτησε 12 δικασίμους ήταν μια διαδικασία υπερπολυτελής. Όσα πράγματα έπρεπε να ειπωθούν, ειπώθηκαν. Νομίζω ότι και η πλευρά της αποβληθείσας πολιτικής αγωγής δεν έχει παράπονο, υπό την έννοια ότι εξέφρασε όλες τις απόψεις της, εξέτασε τους μάρτυρες της, διατύπωσε όλους τους ισχυρισμούς της. Νομίζω ότι ήταν μια διαδικασία η οποία τιμά την ελληνική δικαιοσύνη και αποκατέστησε το κύρος της το οποίο προς στιγμή είχε τρωθεί στα μάτια του νομικού κόσμου».
Ο κ. Αναγνωστόπουλος αναφερόμενος στο ενδεχόμενο άσκησης εισαγγελικής έφεσης επί της απόφασης, είπε:
«Η απόφαση δεν γνωρίζουμε αν είναι το τέρμα της διαδικασίας γιατί υπάρχει η δυνατότητα εισαγγελικής έφεσης και αναίρεσης. Εμείς ευελπιστούμε να μην ασκηθεί τέτοιου είδους έφεση και να μην εκτεθεί περισσότερο η εισαγγελία με τέτοιες πράξεις, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτό δεν ανάγεται στη δικιά μας εξουσία. Από κει και πέρα οπωσδήποτε η απόφαση συνιστά ένα δικαστικό προηγούμενο, ένα προδεδικασμένο, όχι με τη στενή έννοια η παρούσα απόφαση αν τυχόν μελλοντικά δικαστήρια κληθούν να εφαρμόσουν τον αντισυνταγματικό αυτό νόμο θα πρέπει να τη λάβουν πολύ σοβαρά υπόψιν τους γιατί φαίνεται ότι ο κύριος πρόεδρος θα γράψει μια εκτενή απόφαση η οποία θα είναι θεμελιωμένη στέρεα και οπωσδήποτε θα τη λάβουν υπόψιν τους. Είναι βέβαιο ότι θα δημοσιευτεί στον νομικό τύπο και θα σχολιαστεί ευμενώς».
Ο συνήγορος υπεράσπισης Κωνσταντίνος Καλλίρης σχολιάζοντας από την πλευρά του τόσο την ακροαματική διαδικασία όσο και τη δικαστική απόφαση ανέφερε:
« Ήταν μια διαδικασία υπερπολυτελής. Η υπεράσπιση δήλωσε και κατά την αγόρευση της ότι ως ενός σημείου καλώς ήταν υπερπολυτελής, έπρεπε να ακουστούν όλες οι απόψεις, καθώς ήταν ένα ευαίσθητο ζήτημα για την τοπική κοινωνία, αυτό το σεβόμαστε, το σεβαστήκαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης.
Η απόφαση αυτή είναι πάρα πολύ σημαντική ακριβώς γιατί έγινε αναφορά στις δυο αντισυνταγματικότητες του επίμαχου νόμου και συγκεκριμένα του συγκεκριμένου σημείου του νόμου. Η υπεράσπιση απ’ την πρώτη στιγμή τόνιζε την αντισυνταγματικότητα του νόμου, τόνιζε την ανάγκη να καταστεί σαφής αυτή η αντισυνταγματικότητα χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς ναι μεν αλλά και αυτό έγινε σήμερα.
Ελπίζουμε ότι η απόφαση αυτή θα είναι και το εφαλτήριο για την κατάργηση του κάκιστου νόμου για να μην ξαναβρεθούμε μπροστά σε τέτοιες καταστάσεις. Η ακαδημαϊκή ελευθερία ήταν το πρώτιστο ζήτημα για εμάς. Χαιρόμαστε πάρα πολύ που η έδρα το ανέδειξε και θεωρούμε ότι αυτή είναι μια σημαντική απόφαση υπέρ της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ώστε να μπορούν οι επιστήμονες, οι ιστορικοί εν προκειμένω αλλά και γενικότερα οι επιστήμονες, να εκφράζουν τις απόψεις τους, χωρίς φόβο, χωρίς πάθος, όπως θα έπρεπε να γίνεται σε μια ευνομούμενη δημοκρατία».
«Σέβομαι την απόφαση, στόχος μου δεν ήταν να διωχθεί η ελευθερία της έρευνας»
Μιλώντας στους δημοσιογράφους για την απόφαση του Δικαστηρίου, ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Μανούσος Παραγιουδάκης, ο οποίος είχε δηλώσει και πολιτικώς ενάγων στην υπόθεση, δήλωσε:
«Εγώ όπως ο κάθε Έλληνας δημοκράτης σέβομαι απόλυτα την απόφαση του δικαστηρίου. Σέβομαι, διαφωνώ όμως απόλυτα με όσα συνέβησαν εδώ. Παρακολούθησα την πορεία της δίκης αυτής, ακούστηκαν μαρτυρίες και θετικές και αρνητικές, άλλες υπέρ και άλλες κατά του κ. Ρίχτερ. Τα συναισθήματά μου είναι προσωπικά και δεν χρειάζεται να τα εκφράσω. Όμως ένα είναι θετικό: ανεξάρτητα από την ετυμηγορία του δικαστηρίου μας ενδιέφερε να αναδειχθούν τα αρνητικά σημεία που αναφέρονται στο βιβλίο. Ήταν και είναι πεποίθησή μου, ότι δεν με ενδιαφέρει ο συγγραφέας, ούτε θα σκεφτόμουνα ποτέ να διωχθεί η ελευθερία της έρευνάς του. Μας ενδιαφέρει όμως να μην παραχαράσσεται και να μην αναθεωρείται η ιστορία. Αυτά εδώ από πραγματικά άξιους επιστήμονες ιστορικούς κατερρίφθησαν οι σκέψεις και η έρευνα την οποία αποτυπώνει στο βιβλίο του ο κ. Ρίχτερ, απεδείχθη ότι όλα αυτά στερούνται επιχειρημάτων και επομένως μένουμε ότι η ιστορία της Κρήτης είναι αυτή την οποία γνωρίζουμε όλοι, ότι δηλαδή η Μάχη της Κρήτης ήταν μια μοναδική μάχη στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ότι υπήρξαν ήρωες αλλά προπάντων υπήρξαν πολλά θύματα όλων των ηλικιών που άδικα σφαγιάστηκαν αλλά και πόλεις και χωριά τα οποία καταστράφηκαν».
Προσφυγή στον Άρειο Πάγο για αναίρεση της απόφασης του Δικαστηρίου, από το Σωματείο Θιγέντων από τη ναζιστική θηριωδία προανήγγειλε ο Γεώργιος Σταράκης, που μεταξύ άλλων, είπε:
«Από ότι άκουσα ο κ. πρόεδρος είπε ότι είναι αντισυνταγματικός ο νόμος. Εμείς σαν σωματείο θιγέντων από τη ναζιστική θηριωδία ξεκινούμε από σήμερα τον αγώνα. Θα κάνουμε αναίρεση στον Άρειο Πάγο. Δεν αφήνουμε την υπόθεση γιατί είναι πολύ πιθανό οι γερμανοτσολιάδες να λένε ότι οι νεκροί μας είναι κτήνη. Εμείς σαν σωματείο, θεωρούμε ότι το βιβλίο του κ. Ρίχτερ είναι πολύ υβριστικό τόσο για τους νεκρούς μας, όσο και για την αντίσταση αλλά το βασικότερο είναι ότι πρέπει να ντρέπονται αυτοί που τον έφεραν εδώ και τον τίμησαν. Είναι ντροπή να τιμούν εδώ στο Ρέθυμνο, το οποίο αντιστάθηκε 11 μέρες και δεν ηττήθηκε από τους Γερμανούς, να τιμούν έναν άνθρωπο που βρίζει την κρητική ιστορία. Αισθανόμαστε πάρα πολύ άσχημα με την απόφαση. Περιμέναμε ότι με μια καταδικαστική απόφαση οι νεκροί μας θα αναπαύονταν. Έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε αφού έχουμε την ελευθερία του λόγου. Δεν μας ικανοποιεί η απόφαση και θα προσπαθήσουμε σε ανώτατη βαθμίδα να την προσβάλλουμε».